ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΑ´ 1 - 10
1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἰς κάποιο μέρος ἔκανε τὴν προσευχήν του, ἅμα ἐτελείωσε, συνέβη νὰ τοῦ εἴπῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του· Κύριε, δίδαξέ μας καὶ μάθε μας νὰ προσευχώμεθα ὀρθῶς καὶ θεαρέστως, ὅπως καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἐδίδαξε τοὺς μαθητάς του.
2 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ὅταν προσεύχεσθε, νὰ λέγετε· Πατέρα μας, ποὺ εἶσαι εἰς κάθε μέρος παρών, ἀλλ’ ἐξαιρετικὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς δεικνύεις τὴν παρουσίαν σου, ἂς ἀναγνωρισθῇ ἡ ἁγιότης σου, ὥστε νὰ δοξασθῇ καὶ λατρευθῇ ἀξίως τὸ ὄνομά σου· εἴθε νὰ ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου διὰ τῆς προθύμου καὶ ἐλευθέρας ὑποταγῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων εἰς σέ, ὥστε διὰ τῆς ὑπακοῆς τῶν εἰς τὰ προστάγματά σου νὰ γίνουν οὗτοι πραγματικοὶ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιωμένοι ὑπήκοοί σου· εἴθε νὰ γίνῃ τὸ θέλημά σου, ὅπως γίνεται τοῦτο εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους, οὕτω νὰ τηρῆται καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
3 Τὸν ἄρτον μας, τὸν ἀναγκαῖον διὰ τὴν συντήρησιν τῆς οὐσίας καὶ ὑπάρξεώς μας, δίδε μας κάθε ἡμέραν.
4 Καὶ συγχώρησέ μας τὰς ἁμαρτίας μας· διότι καὶ ἡμεῖς συγχωροῦμεν κάθε ἕνα, ποὺ μᾶς ἔπταισε καὶ μᾶς εἶναι χρεώστῃς λόγῳ ἀδικίας, ποὺ μᾶς ἔκαμε. Καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ πέσωμεν εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρόν, ποὺ μᾶς πολεμεῖ.
5 Καὶ διὰ νὰ διδάξῃ πόσον ἀποτελεσματικὸν εἶναι νὰ ἐπιμένωμεν ἐν τῇ προσευχῇ, εἶπε πρὸς αὐτούς· Ποῖος ἀπὸ σᾶς θὰ ἔχῃ φίλον καὶ θὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτὸν κατὰ τὰ μεσάνυχτα, καὶ θὰ τοῦ εἴπῃ φίλε, δάνεισέ με τρία ψωμιά.
6 διότι κάποιος φίλος μου ἦλθεν ἀπὸ ταξίδιον εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ τοῦ βάλω νὰ φάγῃ·
7 ποῖος θὰ ἔχῃ φίλον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃ παρακλητικῶς τοὺς λόγους αὐτούς, καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα θὰ τοῦ ἀποκριθῇ καὶ θὰ τοῦ εἴπῃ· Μὴ μὲ βάζῃς εἰς κόπους καὶ ἐνόχλησιν· τώρα πλέον ἔχει κλεισθῇ ἡ πόρτα μου καὶ τὰ παιδιά μου εἶναι μαζί μου εἰς τὸ στρῶμα καὶ κοιμῶνται· δὲν ἡμπορῶ νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σοῦ δώσω;
8 Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι καὶ ἐὰν δὲν σηκωθῇ νὰ τοῦ δώσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι φίλος του, τουλάχιστον ὅμως διὰ τὴν ἀδιακρισίαν καὶ τὴν ἀναίδειαν, ποὺ ἔδειξεν εἰς τέτοιαν ὥραν νὰ τὸν ἀνησυχήσῃ μὲ τὸ αἴτημά του, θὰ σηκωθῇ καὶ θὰ τοῦ δώσῃ ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ χρειάζονται.
9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ἐπίμονος αἴτησις δὲν μένει ἄνευ ἀποτελέσματος οὔτε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω νὰ ζητῆτε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ θὰ σᾶς δοθῇ αὐτό, ποὺ ζητεῖτε, ἀρκεῖ νὰ μὴ εἶναι τοῦτο ἄτοπον ἢ ἐπιβλαβὲς εἰς σᾶς. Νὰ γυρεύετε, ὅπως εὔρετε τὸ ζητούμενον, καὶ θὰ τὸ εὔρετε, ἐφ’ ὅσον σᾶς εἶναι ὠφέλιμον· νὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν τῆς θείας προστασίας καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθῇ.
10 Διότι καθένας, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ γυρεύει, εὑρίσκει, καὶ εἰς καθένα ποὺ κτυπᾷ τὴν θύραν τῆς θείας προστασίας θὰ ἀνοιχθῇ αὕτη.