ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 1 - 10
1 Κατὰ δὲ τὸ Σάββατον τὸ πρῶτον τοῦ μηνὸς Νισάν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἤρχιζε τὸ νέον ἔτος, καὶ τὸ ὁποῖον Σάββατον ἦτο ἡ δευτέρα ἑορτὴ μετὰ τὸν ἐορτασμὸν τῆς ἀρχιμηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔτους, συνέβη νὰ περνα ὁ Ἰησοῦς διὰ μέσου τῶν σπαρμένων χωραφιῶν. Καὶ ἐμαδοῦσαν οἱ μαθηταί του τὰ στάχυα καὶ τρίβοντες αὐτὰ μὲ τὰ χέρια ἔτρωγον τὸν καρπόν.
2 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τοὺς εἶπαν· Διατὶ κάνετε αὐτό, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ κάμωμεν κατὰ τὸ Σάββατον, κατὰ τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπαγορεύεται κάθε εἶδος ἐργασίας;
3 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατε οὔτε κὰν ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαμεν ὁ ἔνδοξός σας βασιλεὺς Δαβίδ, ὅταν πείνασεν αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί του;
4 Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπῆρε τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, καὶ ἔφαγε καὶ ἔδωκε καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του; Αὐτοὺς δὲ τοὺς ἄρτους δὲν ἐπιτρέπεται να τοὺς φάγῃ κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνοι οἱ ἱερεῖς. Καὶ ὅμως εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην οὔτε ὁ Θεὸς ὠργίσθη, οὔτε ἡ Γραφὴ ἀπεδοκίμασε τὴν πρᾶξιν αὐτήν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ σεῖς κατακρίνεται τὸν Δαβίδ, μολονότι αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν εἶναι πολὺ περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ κάνουν τώρα οἱ μαθηταί μου.
5 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκην νὰ παιδαγωγηθῇ ἀπὸ τὸ θεσμὸν τοῦ Σαββάτου, ὡς Θεὸς δὲ ἔχει ὁρίσει αὐτὸς τὸν θεσμὸν τοῦτον, εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου καὶ ἔχει ἐξουσίαν κι νὰ τροποποιήσῃ ἀκόμη τὸν θεσμὸν τοῦτον. Ὅ,τι δὲ ἔκαμαν τώρα οἱ μαθηταί, τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν συγκατάθεσιν τοῦ Διδασκάλου των, ποὺ εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου.
6 Συνέβη δὲ καὶ κατ’ ἄλλο Σάββατον νὰ εἰσέλθῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ νὰ διδάσκῃ εἰς αὐτήν. Καὶ παρευρίσκετο ἐκεῖ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὸ δεξιὸν χέρι ἦτο ξηρὸν καὶ ἀκίνητον.
7 Τὸν παρεφύλαττον δὲ καὶ τὸν παρηκολούθουν προσεκτικὰ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἐὰν θὰ θεραπεύσῃ τὸν πάσχοντα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ εὕρουν κατηγορία ἐναντίον του, ὅτι κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου.
8 Αὐτὸς ὅμως ὡς καρδιογνώστης ἐγνώριζε τοὺς διαλογισμού των. Καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸν καὶ ἀκίνητοτον χέρι· Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς. Ἐκεῖνος δὲ ἐσηκώθη καὶ ἐστάθη.
9 Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· θὰ σᾶς ἐρωτήσω, τί εἶναι ἐπιτετραμμένον κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος· εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ κάνῃ καλὸν ἢ ἠμπορεῖ να παραλείψῃ τὴν εὐεργεσίαν τοῦ πλησίον καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ αἴτιος βλάβης καὶ κακοῦ εἰς αὐτόν; Ἐπιβάλλεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον, ἢ ἐπιτρέπεται νὰ μὴ τὸν βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ τὸν θανατώσῃ; Βέβαια ἠθικῶς ἐπιτετραμμένον, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένον καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἶναι νὰ κάνῃ ὁ καθένας μας καλὸν καὶ νὰ σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον.
10 Καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε τριγύρω ὅλους αὐτοὺς περιμένων νὰ τοῦ ἀπαντήσουν, εἶπεν εἰς τὸν ἀσθενῆ· Ἐξάπλωσε τὴν χεῖρα σου. Αὐτὸς δὲ μολονότι ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ ἔκαμεν ὅπως τοῦ παρήγγειλεν ὁ Κύριος. Καὶ ἔγινε πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του σὰν τὸ ἄλλο.