ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ι´ 12 - 23
12 Ἀπὸ τὰ διδακτικὰ λοιπὸν αὐτὰ παραδείγματα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ βγαίνει ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἰδέαν, ὅτι στέκεται καλά, ἂς προσέχῃ μήπως πέσῃ, ὅπως ἔπεσαν καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀνέφερα.
13 Δὲν σᾶς κατέλαβε ἕως τώρα πειρασμὸς μεγάλος, ἀλλὰ κάθε πειρασμός, ποὺ ἀντιμετωπίσατε, ἦτο προσωρινὸς καὶ ἀνάλογος πρὸς τὰς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον δὲ διὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ ἐνδέχεται νὰ σᾶς εὔρουν εἰς τὸ μέλλον λόγῳ καὶ τοῦ ὅτι μὲ τὴν ἀποφυγὴν τῶν εἰδωλοθύτων θὰ γίνεσθε δυσάρεστοι εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, μὴ ξεχάνετε, ὅτι εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰς ὑποσχέσεις του, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσῃ νὰ πειρασθῆτε παραπάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν σας, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸν θὰ φέρῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ πειρασμοῦ, ὥστε νὰ ἠμπορῆτε νὰ ὑποφέρετε αὐτόν.
14 Ἀκριβῶς δι αὐτό, ἀγαπητοί μου, φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν, χωρὶς νὰ φοβηθῆτε, μήπως σᾶς δημιουργηθῇ διὰ τοῦτο πειρασμὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας.
15 Ὁμιλῶ πρὸς σᾶς σὰν εἰς φρονίμους καὶ συνετούς, ποὺ εἶσθε. Κρίνατε σεῖς δι’ αὐτό, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς εἴπω ἀμέσως.
16 Τὸ ποτήριον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος ἀπήγγειλε τὴν εὐχαριστήριον δοξολογίαν καὶ τὸ ὁποῖον μὲ εὐχαριστήριον προσευχὴν καθαγιάζομεν, δὲν εἶναι κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας κόπτομεν, δὲν εἶναι κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ;
17 Ἐπειδὴ δὲ ἕνας εἶναι ὁ οὐράνιος αὐτὸς ἄρτος, διὰ τοῦτο ἕνα ἠθικὸν σῶμα εἴμεθα οἱ πολλοί. Διότι ὅλοι ἀπὸ τὸν ἕνα ἄρτον μετέχομεν καὶ ἐνωνόμεθα ὅλοι μὲ αὐτὸν καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ γινόμεθα ἕνα καὶ μεταξύ μας.
18 Διὰ νὰ βεβαιωθῆτε δέ, ὅτι μὲ τὰ εἰδωλόθυτα γινόμεθα συμμέτοχοι τοῦ θυσιαστηρίου τῶν εἰδώλων, κυττάξετε τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ εἶναι σαρκικοὶ ἀλλ’ ὄχι καὶ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν. Δὲν εἶναι γεγονός, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ τρώγουν τὰς θυσίας, αἱ ὁποῖαι προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του Ἰσραήλ, εἶναι κοινωνοὶ καὶ συμμέτοχοι τοῦ θυσιαστηρίου;
19 Ἔτσι καὶ ὅσοι τρώγουν τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων. Γίνονται καὶ αὐτοὶ συμμέτοχοι καὶ συγκοινωνοὶ τῶν εἰδώλων. Τί λέγω λοιπόν; Λέγω ἆραγε, ὅτι τὸ εἴδωλον εἶναι κάτι καὶ ἐξεικονίζει πραγματικὸν Θεόν; Ἢ ὅτι τὸ εἰδωλόθυτον εἶναι κάτι καὶ ἔχει κάποιαν δύναμιν; Ὄχι, δὲν λέγω κάτι τέτοιο.
20 Ἀλλὰ λέγω, ὅτι τὰ ζῶα, ποὺ προσφέρουν θυσίαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, τὰ θυσιάζουν εἰς τὰ δαιμόνια καὶ ὄχι εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Διότι πίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα κρύπτονται δαιμόνια. Δὲν θέλω δὲ σεῖς νὰ γίνεσθε συγκοινωνοὶ καὶ συμμέτοχοι τῶν δαιμονίων.
21 Δὲν ἠμπορεῖτε χωρὶς ἐνοχὴν νὰ πίνετε συγχρόνως τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου, ποὺ δίδεται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, καὶ τὸ ποτήριον τῶν σπονδῶν, ποὺ προσφέρονται εἰς τὰ εἴδωλα. Δὲν ἠμπορεῖτε νὰ λαμβάνετε μέρος εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὴν τράπεζαν τῶν δαιμονίων.
22 Ἐὰν δὲ ἐπιμένετε νὰ λαμβάνετε μέρος καὶ εἰς τὰ δύο, ἠξεύρετε τί κάνετε; Προκαλοῦμεν ἔτσι εἰς ζηλοτυπίαν τὸν Κύριον καὶ τὸν ἐρεθίζομεν. Μήπως εἴμεθα ἰσχυρότεροί του, ὥστε νὰ δυνηθῶμεν ν’ ἀντιμετωπίσωμεν τὴν ὀργήν του;
23 Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, ἀλλὰ δὲν συμφέρουν καὶ δὲν εἶναι ὠφέλιμα εἰς ἐμὲ ὅλα. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, ἀλλὰ δὲν οἰκοδομοῦν ὅλα τὸν πλησίον μου.