ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 13 - 18
13 Καὶ διὰ νὰ σᾶς φέρω διὰ τὸ δικαίωμα μας αὐτὸ καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν ἀπὸ τὴν Γραφήν, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ Λευΐται, ποὺ ὑπηρετοῦν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ ἱεροῦ, τρώγουν ἀπὸ τὰ προσφερόμενα εἰς τὸν ναόν; Οἱ ἱερεῖς δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ παραμένουν κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, δὲν μοιράζονται μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριον τὰς θυσίας, ποὺ προσφέρονται εἰς αὐτό;
14 Καὶ γίνεται αὐτὸ κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ τότε ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τώρα διέταξε δι’ ἐκείνους, ποὺ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, νὰ ζοῦν ἀπὸ τὰς συνδρομὰς ἐκείνων, ποὺ ἀκούουν τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
15 Ἑγὼ ὅμως δὲν ἔκαμα χρῆσιν κανενὸς ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά. Δὲν ἔγραψα δὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω, διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ νὰ μοῦ δίδονται ἀπὸ σᾶς τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησίν μου. Ὄχι· δὲν σᾶς ζητῶ τίποτε. Διότι ἐγὼ προτιμῶ νὰ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ κάμῃ κανεὶς ἀδειανὸν καὶ χωρὶς βάσιν ἐκείνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχῶμαι. Καὶ τὸ καύχημά μου αὐτὸ εἶναι, ὅτι κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, χωρὶς νὰ ἐπιβαρύνω κανένα διὰ τὴν συντήρησίν μου.
16 Αὐτὸ δὲ εἶναι πραγματικὸν καύχημά μου. Διότι, ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, τοῦτο δὲν μοῦ δίδει δικαίωμα νὰ καυχῶμαι. Διότι τὸ κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη καὶ ὑποχρέωσις εἰς ἐμέ, ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ ἐκάλεσεν εἰς αὐτό. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐμέ, ἐὰν ἀθέτων τὴν ὑποχρέωσίν μου αὐτὴν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον.
17 Διότι, ἐὰν ἔκανα τὸ κήρυγμα ἀπὸ ἰδικήν μου θέλησιν καὶ πρωτοβουλίαν, χωρὶς νὰ μοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένον ἀπὸ τὴν διακονίαν, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ Κύριος, τότε θὰ εἶχα δικαίωμα νὰ μοῦ δοθῇ μισθός. Ἐὰν ὅμως τὸ κάνω ὄχι ἀπὸ ἰδικήν μου πρωτοβουλίαν, ἀλλὰ διότι μοῦ ἀνετέθη ἡ διακονία αὐτὴ ἀπὸ τὸν Κύριον, τότε μοῦ ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Κύριος οἰκονομίαν καὶ διαχείρισιν καὶ ὑπηρεσίαν, καὶ ἀλλοίμονόν μου ἐὰν δὲν δειχθῶ πιστὸς δοῦλος καὶ οἰκονόμος.
18 Ποῖον λοιπὸν ἔργον μένει εἰς ἐμέ, διὰ νὰ μοῦ ἀνήκῃ δι’ αὐτὸ μισθός, καὶ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι; Μοῦ μένει τοῦτο· ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀκρατῶν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ὑποβάλλω αὐτοὺς εἰς δαπάνας καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴ κάμω ὁλότελα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας, ποὺ μοῦ παρέχει τὸ εὐαγγέλιον νὰ τρέφωμαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.