(από το στέφανος) = ο αθλοφόρος, ο άξιος στεφάνου νίκης
Ἴσων ἱδρώτων, Σεργίῳ καὶ Στεφάνῳ,Ἴσοι στέφανοι· καὶ γὰρ οὕτω τὸ πρέπον.
Οι Όσιοι Σέργιος και Στέφανος απεβίωσαν ειρηνικά.