ΗΣΑΪΑΣ ΙΓ´ 2 - 13
2 Ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου τῆς Βαβυλῶνος ὑψώσατε σεῖς, οἱ ἐπιτιθέμενοι κατ’ αὐτῆς, τὸ σημεῖον τοῦ στόχου σας, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ ὑψωθῇ καὶ ἡ σημαία τῆς νίκης σας, σηκώσατε φωνὴν κατ’ αὐτῶν μετ’ ἀλαλαγμῶν ἐπιτιθέμενον μὴ φοβεῖσθε, ἐνθαρρύνετε ἀλλήλους διὰ νευμάτων τῆς χειρός· καὶ σεῖς, ὦ ἄρχοντες τῆς Βαβυλῶνος, ἀνοίξατε τὰς πύλας αὐτῆς.
3 Ἐγὼ ὁ Κύριος συντάσσω εἰς συγκεκροτημένον στράτευμα καὶ ἐγὼ ὁδηγῶ αὐτούς· γίγαντες ἰσχυροὶ ἔρχονται διὰ νὰ πληρώσουν καὶ ἐκτελέσουν τὸν θυμόν μου, χαίροντες συγχρόνως καὶ ὑβρίζοντες τοὺς κατανικωμένους ἐπ’ αὐτῶν.
4 Οἱ ἐπερχόμενοι εἶναι πολλοί.Ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ φωνὴ πολλῶν ἐθνῶν, ὁμοία πρὸς τὴν βοὴν ποὺ παράγεται ἀπὸ ἔθνη πολλά· εἶναι φωνὴ βασιλέων καὶ ἐθνῶν, ποὺ ἔχουν συναχθῇ.Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων ἔχει δώσει ἐντολὴν εἰς ἔθνος, ποὺ γνωρίζει νὰ μεταχειρίζεται τὰ ὅπλα,
5 νὰ ἔλθῃ ἀπὸ χώραν μακρινήν, ἀπὸ τὴν ἄκρην τοῦ κόσμου, ὅπου ὁ οὐρανὸς φαίνεται νὰ συναντᾷ τὰ θεμέλιά του· ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ αἱ ἐμπειροπόλεμοι στρατιαί του διὰ νὰ καταστρέψουν ὅλην τὴν οἰκουμένην.
6 Βαβυλώνιοι, καιρὸς νὰ βγάζετε θρηνώδεις κραυγάς, διότι εἶναι πλησίον ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου καὶ συντριβὴ θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς σᾶς.
7 Ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔλθῃ βέβαια ἡ συντριβὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο κάθε χέρι θὰ παραλύσῃ καὶ δὲν θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ βαστάσῃ ὅπλα καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ κυριευθῇ ἀπὸ δειλίαν.
8 Καὶ αὐτοὶ οἱ πρὸς σύναψιν εἰρήνης ἀποστελλόμενοι πρέσβεις θὰ ταραχθοῦν, καὶ θὰ καταλάβουν αὐτοὺς πόνοι σὰν τὰς ὠδῖνας τῆς γυναικὸς ποὺ γεννᾷ.Καὶ θὰ κλαίουν μεταξύ των τὴν συμφοράν των καὶ θὰ τὰ χάσουν, καὶ τὸ πρόσωπόν των θὰ τὸ μεταβάλουν καὶ θὰ γίνῃ κατακόκκινον σὰν τὴν φλόγα.
9 Θὰ κλαίουν δὲ τὴν συμφοράν των, διότι ἰδού, ἔρχεται ἡμέρα Κυρίου γεμάτη ἀπὸ θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀθεράπευτος, τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορῇ νὰ ἰατρεύσῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ.Ἔρχεται ἡ ἡμέρα ἐκείνη διὰ νὰ καταστήσῃ ἔρημον τὴν οἰκουμένην καὶ ἐξοντώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ αὐτήν.
10 Θὰ εἶναι δὲ τότε ἡμέρα θυμοῦ καὶ ὀργῆς, διότι θὰ δημιουργηθῇ κατάστασις ἀπελπιστική, σὰν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ λαμπρὸς ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνος καὶ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δὲν θὰ δίδουν τὸ φῶς των καὶ ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθῇ ἐν τῇ ἀνατολῇ του καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ δώσῃ τὸ φῶς της.
11 Καὶ θὰ προστάζω νὰ ἐπέλθουν εἰς ὅλην τὴν ὑπὸ τῶν Ἀσσυρίων κατοικουμένην χώραν κακὰ καὶ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς αἱ διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν τιμωρίαν καὶ θὰ ἐξαφανίσω τὴν ἀλαζονείαν τῶν περιφρονητῶν τοῦ νόμου μου καὶ τὴν θρασύτητα καὶ ὑπεροψίαν τῶν ὑπερηφάνων θὰ ταπεινώσω.
12 Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν ἀπομείνει καὶ θὰ ἔχουν περισωθῇ ἐκ τοῦ πολέμου, θὰ εἶναι περισσότερον σπάνιοι καὶ περιζήτητοὶ παρ’ ὅσον ὁ χρυσὸς ὁ καὶ ἐξ ὄψεως καὶ χωρὶς νὰ τακῇ εἰς τὸ πῦρ ἐμφανιζόμενος γνήσιος· οἱ δὲ ἄνθρωποι θὰ εἶναι σπανιώτεροι παρ’ ὅσον οἱ πολύτιμοι ἐκ Σουφὶρ λίθοι.
13 Θὰ ὀλιγοστεύσουν δὲ τόσον πολύ οἱ ἄνθρωποι, διότι καὶ αὐτὰ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα θὰ ἐξαναστοῦν κατ’ αὐτῶν.Ὁ οὐρανὸς θὰ θυμώσῃ καὶ θὰ ἐξαπολύσῃ θυέλλας καὶ κεραυνοὺς καὶ χαλάζας, καὶ ἡ γῆ θὰ σεισθῇ ἀπὸ τὰ θεμέλιά της ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ θυμοῦ τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων.Θὰ γίνῃ δὲ τοῦτο κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν, κατά τὴν ὁποίαν θὰ ἐπέλθῃ ὁ θυμός του.
ΓΕΝΕΣΙΣ Η´ 4 - 21
4 Καὶ ἡ κιβωτὸς ἐπροσάραξεν ὁμαλὰ καὶ ἐκάθισεν ἁπαλὰ εἰς τὰ ὄρη Ἀραρὰτ τῆς Ἀρμενίας κατὰ τὴν 27ην ἡμέραν τοῦ ἑβδόμου μηνός (τοῦ ἐβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν 27ην Ἀπριλίου.
5 Τὸ δὲ νερὸν συνεχῶς ὠλιγόστευε καὶ ὑποχωροῦσε σταθερῶς μέχρι τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ δεκάτου μηνός (τοῦ Ἰουλίου) ἐφάνησαν οἱ κορυφὲς τῶν βουνῶν.
6 Καὶ ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἄνοιξεν ὁ Νῶε τὴν μικρὴν πόρταν τῆς κιβωτοῦ, ποὺ εἶχε κατασκευάσει, καὶ ἀπέλυσε τὸν κόρακα διὰ νὰ διαπιστώσῃ ἐὰν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ νερὸν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
7 Καὶ ὁ κόρακας ἀφοῦ ἐβγῆκε, δὲν ἐπέστρεψε πλέον, οὔτε καὶ ὅταν ἐστέγνωσεν ἐντελῶς ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς.
8 Μετὰ τὸν κόρακα ἀπέστειλε τὴν περιστεράν, διὰ νὰ διαπιστώσῃ ἐὰν ἐσταμάτησε τὸ νερὸν να σκεπάζῃ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
9 Ἀλλὰ ἡ περιστερά, ἐπειδὴ δὲν εὑρῆκε τόπον στεγνὸν διὰ νὰ πατήσῃ καὶ ἀναπαυθῇ, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν κιβωτόν, διότι τὸ νερὸν καὶ ἡ παχειὰ λάσπη συνέχιζαν νὰ σκεπάζουν ἀκόμη ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς· καὶ ὁ Νῶε ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε πάλιν μαζί του μέσα εἰς τὴν κιβωτόν.
10 Ὁ Νῶε, ἀφοὑ ἐπερίμενε ἀκόμη ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες, ἔστειλε πάλιν τὴν περιστερὰν ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
11 Τὴν φορὰν αὐτὴν ἡ περιστερά, ἀφοῦ ἐβόσκησε ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐγύρισε κοντά του κατὰ τὸ βράδυ καὶ ἐκρατοῦσε εἰς τὸ ράμφος της μικρὸ κλωνάρι μὲ φύλλον ἐλιᾶς· ἀπὸ αὐτὸ ἀντελήφθη ὁ Νῶε, ὅτι τὸ νερὸν εἶχεν ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
12 Καὶ ἀφοῦ ἐπερίμενεν ἀκόμη ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες, ἔστειλε καὶ πάλιν ἔξω τὴν περιστεράν· αὐτὴ ὅμως δεν ἐπέστρεψε πλέον κοντά του εἰς τὴν κιβωτόν, διότι εὑρῆκε τόπον καὶ διὰ νὰ βοσκήσῃ καὶ διὰ νὰ κουρνιάσῃ.
13 Καὶ συνέβη κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε, τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός (τοῦ ἑβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν πρώτην τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Ὀκτωβρίου, ἔλειψε, ἑξαφανίσθηκε, ἐχάθη τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Τότε ὁ Νῶε ἀφηπήρεσε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ποὺ εἶχε κατασκευάσει, καὶ ὅταν ἐξεσκέπασε τὴν κιβωτόν, εἶδε μὲ τὰ μάτια του ὅτι τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ εἶχεν ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
14 Καὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός (τοῦ ἑβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν 27ην τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Νοεμβρίου, ἐστέγνωσεν ἡ γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ.
15 Ὅταν πλέον ἐκαθαρίσθη ὅλη ἡ κτίσις ἀπὸ τὸν μολυσμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν εἰς αὐτὴν ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων, ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐμίλησε πρὸς τὸν Νῶε καὶ τοῦ εἶπεν·
16 «Ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ ἡ γυναῖκα σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου, ποὺ εἶναι μαζί σου.
17 Ἐπίσης βγάλε σὺ ὁ ἴδιος μαζί σου ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα, ποὺ εἶναι μαζί σου, καὶ κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν ἀπὸ τὰ πτηνὰ μέχρι τὰ ἥμερα ζῶα καὶ κάθε ἑρπετόν, τὸ ὁποῖον κινεῖται ὡς νὰ σύρεται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. Καὶ καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
18 Καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε, μαζί του δὲ καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ οἱ υἱοί του καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν του.
19 Ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἐβγῆκαν ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ὅλα τὰ πτηνὰ καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, τὸ κάθε ἕνα κατὰ τὸ εἶδος του.
20 Καὶ ὁ Νῶε, μόλις ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἔκτισε πρόχειρον θυσιαστήριον εἰς ἔκφρασιν εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κυριον· καὶ ἐπῆρε ἀπὸ ὅλα τὰ καθαρὰ ζῶα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ καθαρὰ πτηνὰ καὶ προσέφἒρε θυσίαν ὁλοκαυτώματος πρὸς τὸν Θεόν· δηλαδὴ τὰ ἀφῆκε νὰ καοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ κατεσκεύασε.
21 Καὶ ὁ Θεὸς ὠσφράνθη τὴν εὐωδιάζουσαν μυρωδιὰν τῆς θυσίας· δηλαδὴ ἀπεδέχθη πλήρως τὴν θυσίαν τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ δικαίου Νῶε. Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἀφοῦ ἐσκέφθη, ἀπεφάσισε καὶ εἶπε· «Δὲν θὰ καταρασθῶ πλέον τὴν γῆν διὰ τὰ ἁμάρτωλὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ καρδία κάθε ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ἀπὸ τότε ἀκόμη ποὺ δὲν ἔχει καταλάβει καλά - καλὰ τὸν ἑαυτόν του. Ποτὲ λοιπὸν πλέον εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ πατάξω καὶ δὲν θὰ ἑξαφανίσω κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν, ὅπως ἔκαμα τώρα μὲ τὸν κατακλυσμόν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ι´ 31 - 32
31 Τὸ στόμα τοῦ δικαίου ἀνθρώπου στάζει πάντοτε σοφίαν, ἡ γλῶσσα ὅμως τοῦ ἀσεβοῦς καὶ ἀδίκου θὰ ἐξολοθρευτῇ.
32 Τὰ χείλη τῶν δικαίων σταλάζουν χάριν, ἐνῷ τὸ στόμα τῶν ἀσεβῶν κινεῖ τὴν ἀηδίαν καὶ τὴν ἀποστροφήν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΑ´ 1 - 12
1 Οἱ ζυγαριὲς ποὺ ζυγίζουν μὲ ἀπάτην καὶ κλέπτουν, εἶναι σιχαμερὲς εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δέχεται καὶ εὐλογεῖ τὸ σωστὸν καὶ δίκαιον μέτρον καὶ ζύγι.
2 Ὅπου θὰ εἰσχωρήσῃ ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία περιφρονεῖ τὰ πάντα καὶ ὑβρίζει τοὺς πάντας, ἐκεῖ θὰ ἐπακολουθήσῃ ἀτιμία καὶ ἐξευτελισμὸς τῶν ἀγερώχων αὐτῶν ἀνθρώπων. Τὸ στόμα δὲ τῶν ταπεινῶν καὶ ὑποχωρητικῶν κατόπιν σκέψεως συνετῆς λέγει τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ πρέπον. Ἡ σύνεσις καὶ ἡ τελειότης τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων θὰ ὁδηγήσῃ αὐτοὺς ἀπροσκόπτως, ἐνῷ ἐκείνους, ποὺ παραβαίνουν τὸν θεῖον νόμον, θὰ καταστήσῃ λάφυρόν της ἡ ὑποδούλωσις καὶ ἡ ἀποτυχία.
3 Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου ἀφήνει θλῖψιν καὶ ὀδύνην εἰς τοὺς ἐπιζῶντας, ἐπειδὴ οὖτοι ἐνθυμοῦνται τὴν ἀρετήν του, ἐνῷ ἡ ἑξαφάνισις τῶν ἀσεβῶν γίνεται ἀμέσως δεκτὴ μὲ ἀνακούφισιν καὶ εὐχαρίστησιν.
4 Δὲν θὰ ὠφελήσουν εἰς τίποτε τὰ πλούτη, ὅταν ἐνσκήψῃ ἡ θεία ὀργὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀδίκων πλουσίων, ἐνῷ ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ λυτρώνει ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον.
5 Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ τέμνει εὐθείας ὁδοὺς καὶ χρησιμοποιεῖ μέσα νόμιμα καὶ δίκαια, ἐνῷ ἡ ἀσέβεια περιπίπτει εἰς πολλὰς ἀνομίας καὶ ἀδικίας, διότι προτιμᾷ τὴν στρεβλὴν καὶ σκολιὰν ὁδόν.
6 Ἡ ἀρετὴ καὶ ἰδίως ἡ ἐλεημοσύνη λυτρώνει τοὺς ἐναρέτους ἀνθρώπους ἀπὸ πολλὰ δεινά, ἐνῷ οἱ παραβάται τοῦ θείου νόμου ἐξ ὑπαιτιότητός των συλλαμβάνονται σὰν εἰς παγίδα ἀπωλείας καὶ ὀλέθρου.
7 Ὅταν ἀποθάνῃ ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας του δὲν χάνεται, ἐκεῖνα ὅμως, διὰ τὰ ὁποῖα ἐκαυχῶντο οἱ ἀσεβεῖς, ἑξαφανίζονται τελείως.
8 Ὁ δίκαιος ἐξέρχεται σῶος καὶ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸν κίνδυνον, ποὺ διέτρεξεν ἀπὸ τοὺς διώκτας του, ἀντ' αὐτοῦ δὲ θὰ παραδοθῇ ὑπὸ τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν ἰδίαν παγίδα ὁ ἀσεβής.
9 Διὰ τῆς δημοκοπικῆς καὶ λαοπλάνου γλώσσης τῶν ἀσεβῶν παγιδεύονται οἱ πολῖται, παρασυρόμενοι εἰς κινήματα καὶ ἔργα καταστρεπτικά, διὰ τῆς συνετῆς ὅμως καὶ γνωστικῆς συμπεριφορᾶς τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων ἡγετῶν εὐοδοῦνται αἱ κοιναὶ καὶ ἐθνικαὶ ὑποθέσεις.
10 Μὲ τὰ καλὰ κατορθώματα τῶν δικαίων ἡ πόλις, εἰς τὴν ὁποίαν ζοῦν, εὐτυχεῖ καὶ προοδεύει. Ὅταν δὲ ἐκλείψουν οἱ ἀσεβεῖς, δοκιμάζουν ἀγαλλίασιν οἱ λαοί. Διὰ τῆς εὐλογίας, ποὺ δίδει ὁ Θεὸς εἰς τοὺς εὐθεῖς καὶ εἰλικρινεῖς, θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ ἡ πόλις.
11 Μὲ τὰ στόματα δὲ τῶν ἀσεβῶν, ποὺ διαστρέφουν τὴν ἀλήθειαν, προπαγανδίζουν ὑπὲρ τοῦ ψεύδους καὶ ἐξαχρειώνουν τὰ πάντα, ἡ πόλις, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν, θὰ καταστραφῇ καὶ θὰ σκαφῇ ἐκ θεμελίων.
12 Ὁ ἀνόητος περιπαίζει καὶ ἐξουθενεῖ τοὺς συμπολίτας του, ἐνῷ ὁ συνετὸς εἶναι ἥσυχος, διότι συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾷ τὴν γλῶσσαν του καὶ γενικῶς τὸν ἑαυτόν του.