Ο Άγιος Σεβηριανός μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου. Καταγόταν από τη Σεθάστεια και τον διέκρινε θερμός ζήλος, με τον οποίο υπηρετούσε το Ευαγγέλιο. Χρησιμοποιούσε τα πλούτη του για τους φτωχούς και για τους φυλακισμένους χριστιανούς. Είχε φέρει πολλούς στη χριστιανική πίστη και αρκετούς είχε ενθαρρύνει να υποστούν καρτερικά και νικηφόρα το μαρτύριο. Όλα αυτά έκαναν τον αιμοβόρο ηγεμόνα Λυσία να καλέσει το Σεβηριανό στην Καισαρεία. Εκεί, αφού απέτυχε στην προσπάθεια του να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, διέταξε να τον μαστιγώσουν με νεύρα βοδιού. Κατόπιν, ξέσχισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια, έτσι ώστε το αίμα να τρέχει σαν χείμαρρος. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι και οι πληγές μεγάλες και βαριές. Η υπομονή, όμως, του Σεβηριανού ήταν ισχυρότερη και αναφώνησε προς τον Κύριο θερμή προσευχή, την οποία πρέπει να χρησιμοποιεί κάθε αγωνιζόμενος χριστιανός, σε καιρό δοκιμασιών: «Κύριε Ιησού, ο ποιών θαυμάσια, ο επί του σταυρού κρεμασθείς και τον υπερήφανον τοιουτοτρόπως καταβολών, ο μέχρι και σήμερον δι' υπερθαυμάτων έργων μεγαλυνόμενος, ελθέ να με σώσης, και τον μεν βραχίονα του πονηρού αμαρτωλού σύντριψαν, τας δε ιδικός μου δυνάμεις σύσφιγξον, αγαθέ, και δος μοι τον αγώνα τούτον να διανύσω του μαρτυρίου». Και η βοήθεια ήλθε. Η ψυχή του έμεινε σταθερή και νικήτρια, το δε σώμα του έμεινε κρεμασμένο στο τείχος της Καισαρείας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφία τῶν λόγων σου, παρεμβολὴν ἱερόν, ἐνθέως ἐπήλειψας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, πρὸς ἄθλησιν ἔνθεον ὅθεν τᾶς φθειρομένας, παριδῶν ὑπολήψεις, ἄφθαρτον ἐκομίσω, δι' ἀθλήσεως δόξαν διὸ Σεβηριανὲ σέ, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀνδρείᾳ τὴν ψυχήν, ὡπλισμένος θεόφρον, ἐξέδωκας σαυτόν, εἰς ποικίλας βασάνους, τῷ πόθῳ φλεγόμενος, τοῦ Δεσπότου πανόλβιε· ὅθεν ἤλεγξας, τὴν τῶν τυράννων μανίαν, καὶ τὸν στέφανον, παρὰ Θεοῦ ἐκομίσω, τῆς νίκης τὸν ἄφθαρτον.