(από το Άρτεμις + δώρο) = δώρο της παρθενικής θεότητας του φωτός Άρτεμις.
1) Έλληνας βασιλιάς της Βακτριανής.2) Εφέσιος γεωγράφος.3) Γραμματικός της Αλεξάνδρειας, άριστος μαθητής του Αριστοφάνους του Βυζαντίου.
Ἀρτεμίδωρον καὶ Θαλὸν κτείνει ξίφος,Μὴ προσκυνοῦντας Ἄρτεμιν ξενοκτονον.
Οι Άγιοι Αρτεμίδωρος και Θαλός μαρτύρησαν δια ξίφους.