(από την λατινική λέξη severus) = ο σεμνός, ο αυστηρός.
1) Πλατωνικός γραμματικός του 2ου π.Χ. αιώνα.2) Ρωμαίοι Αυτοκράτορες.
Ἕτοιμός εἰμι πρὸς τὸ πᾶν οἴσειν πάθος,Σεβῆρος εἶπε, καὶ πρὸς με τὸ ξίφος;
Ο Άγιος Σέβηρος μαρτύρησε δια ξίφους.