(ευ + λαλώ) = ο καλλίφωνος, ο γλυκομίλητος.
Περίφημος Βυζαντινός ζωγράφος του 12 αιώνα μ.Χ.
Ων Eυλάλιος εύλαλος τέτιξ μάλα,Xειμώνος ώρα του τέλους σιγήν άγει.
Ο Άγιος Ευλάλιος, που ίσως καταγόταν από την Κύπρο, απεβίωσε ειρηνικά.