(από το Δημήτηρ, εκ του γη + μήτηρ) = αυτός που ανήκει στην θεά Δήμητρα, ο καλλιεργητής, παραγωγός και δημιουργός υλικών αγαθών
Στύλος και εδραίωμα των σκλαβωμένων Ελλήνων ο μοναχός Δημήτριος, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα της Πίνδου στα τέλη του 18ου μ.Χ. αιώνα. Έγινε μοναχός στο μοναστήρι της Πατρίδας του, όπου με προσευχή και νηστεία εξάγνισε το σώμα και την ψυχή του. Μετά την κατάπνιξη, από τον Αλή Πασά το 1808, της επανάστασης που υποκίνησε ο παπα Ευθύμιος Βλαχάβας, ο Δημήτριος βγήκε από το μοναστήρι του και γύριζε τα χωριά κηρύττοντας τον λόγο...