Έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στην Κατάνη της Σικελίας, όπου ήταν και διάκονος της εκεί Εκκλησίας. Θερμός κήρυκας του Ευαγγελίου ο Εύπλος, προσπαθούσε να στερεώσει την πίστη των διωκόμενων χριστιανών και τους προέτρεπε να προτιμούν τα πιο φρικτά μαρτύρια παρά να αρνηθούν το Χριστό. Διότι «εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν εἰ ἀρνούμεθα. Κακεῖνος ἀρνήσεται ἠμᾶς» (Β' προς Τιμόθεον, 6 12). Εάν, δηλαδή, δείχνουμε υπομονή, τότε και θα βασιλεύσουμε μαζί μ' αυτόν (το Χριστό). Εάν, όμως, Τον αρνούμαστε, και Εκείνος θα μας αρνηθεί. Οι ειδωλολάτρες, βλέποντας αυτή τη δραστηριότητα του Εύπλου, τον κατήγγειλαν στον Έπαρχο Καλβισιανό. Αυτός προσπάθησε με συζήτηση να πείσει τον Εύπλο ότι ήταν μωρία να πιστεύει στον Τριαδικό Θεό και έπρεπε το συντομότερο να Τον αρνηθεί. Ο Εύπλος ακαταμάχητος συζητητής, διέλυσε ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα του έπαρχου. Ο Καλβισιανός, αφού είδε ότι δεν τα έβγαζε πέρα με τον Εύπλο, διέταξε και του έσχισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Κατόπιν του έσπασαν τις κνήμες με σφυριά και στο τέλος τον αποκεφάλισαν. Ενώ ο Εύπλος εξακολουθούσε να μην αρνείται το Χριστό, μέχρι και την τελευταία του πνοή.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
Ὡς θεῖος διάκονος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ὁσίως διήγαγες, τὰ πρὸς Θεὸν καὶ πιστῶς, καὶ ἤθλησας ἄριστα, σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν πρὸς λιμένας ἠμᾶς, θείους κυβέρνησαν.