(από τη λατινική λέξη acula = μικρή βελόνα) = ο οξύς και χρήσιμος όπως η βελόνη. Κατά μια άλλη εκδοχή προέρχεται από τη λατινική λέξη Αquilla που σημαίνει αετός.
(από την λέξη ιλαρός = φαιδρός, εύθυμος) = ο φαιδρός, ο εύθυμος, ο γαλήνιος.
Tον Iλάριον και τον Aκύλαν λίθοις,Άνδρες πλάνοι κτείνουσιν οις θεοί λίθοι.
Οι Άγιοι Ακύλας και Ιλάριος μαρτύρησαν δια λιθοβολισμού. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τους βίους τους.