(από το ευσταθής) = ο σταθερός σε μια απόφαση, ο αδιατάρακτος, ο ήρεμος, ο σταθερός χαρακτήρας.
1) Νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 4ου μ.Χ. αιώνα2) Νομοθέτης του Βυζαντίου3) Βυζαντινός ζωγράφος του 11ου μ.Χ. αιώνα
Προς ευστάθειαν καρδίας Eυσταθίου,Kαι πυρ συρίζον ηρεμούν ώφθη ύδωρ.
Ο Άγιος Ευστάθιος μαρτύρησε δια πυρός.