(από το ζω) = ο γεμάτος ζωή
Βυζαντινός συγγραφέας του 5 μ.Χ. αιώνα.
(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
Ἀθανάσιος συνθανὼν τῷ Ζωσίμῳ,᾽Ἒνδον πέτρας ἥδιστα καὶ συζῆν ἔχει.
Ο Άγιος Ζώσιμος έζησε στην Κιλικία και κατοικούσε στην έρημο. Εκεί τον αναζήτησαν οι ειδωλολάτρες, το έπιασαν και τον οδήγησαν στον άρχοντα Δομετιανό. Ο Άγιος Ζώσιμος ομολόγησε με παρρησία μπροστά στον άρχοντα την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ο άρχοντας τότε διέταξε να υποβάλουν τον Άγιο σε φοβερά βασανιστήρια. Του έκαψαν, λοιπόν, τα αυτιά με πυρακτωμένα σίδερα, τον έριξαν μέσα σε ένα καζάνι γεμάτο βόρβορο που κόχλαζε και τελικά τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Κατά τρόπο όμως θαυμαστό διασώθηκε από όλα αυτά τα βασανιστήρια. Η μανία των ειδωλολατρών δεν σταμάτησε εδώ. Έριξαν τον Άγιο στην αρένα του θεάτρου να τον κατασπαράξουν τα πεινασμένα άγρια θηρία. Εκεί όμως εμφανίστηκε ένα λιοντάρι και με ανθρώπινη φωνή μίλησε για τον Χριστό. Το θαυμαστό αυτό γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να προσελκυστεί στη χριστιανική πίστη ο Κομενταρήσιος Αθανάσιος. Αλλά και ο τύραννος, ύστερα από το γεγονός αυτό, άφησε ελεύθερο τον Άγιο. Μετά την απελευθέρωσή του, πήγε στα όρη όπου και διέμενε. Μαζί του πήγε και ο Αθανάσιος, τον οποίο και κατήχησε στη χριστιανική πίστη και στη συνέχεια τον βάπτισε. Εκεί στον έρημο τόπο, που ήταν ο δύο Άγιοι, μια πέτρα σχίστηκε ξαφνικά σε δύο μέρη. Οι Άγιοι αμέσως μπήκαν κάτω από την πέτρα, όπου και παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Κύριο.