Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Κύριε, ὅ,τι ἐγενήθη ἡμῖν· ἐπίβλεψον καὶ ἰδὲ τὸν ὀνειδισμὸν ἡμῶν. | 1 Ενθυμήσου, Κυριε, όλα αυτά, τα οποία μς συνέβησαν. Επίβλεψε και ιδέ τους εξευτελισμούς και τους εμπαιγμούς μας. | 1 Ενθυμήσου, Κύριε, ὅλα τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς ἡμᾶς. Ρίψε εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου καὶ ἴδε τὴν καταφρόνησιν καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς μας. |
2 κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. | 2 Η κληρονομία μας, η γη των πατέρων μας, έπεσεν εις τα χέρια αλλοεθνών. Τα σπίτια μας στους ξένους. | 2 Ἡ κληρονομία μας, ἡ πατρίδα μας, ἐπέρασεν εἰς τὰ χέρια ἄλλων ἐθνῶν καὶ τὰ σπίτια μας εἰς τὰ χέρια ξένων. |
3 ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι. | 3 Εγίναμεν ορφανοί. Δεν υπάρχει πατέρας πλέον εις ημάς. Αι μητέρες μας έγιναν χήραι. | 3 Ἐγίναμε ὀρφανοί, δὲν ὑπάρχει δι’ ἡμᾶς πατέρας· οἱ μητέρες μας ἔγιναν ὅπως οἱ χῆρες. |
4 ὕδωρ ἡμῶν ἐν ἀργυρίῳ ἐπίομεν, ξύλα ἡμῶν ἐν ἀλλάγματι ἦλθεν ἐπὶ τὸν τράχηλον ἡμῶν. | 4 Και αυτό το νερό, που ηθέλαμεν να πίωμεν, το αγοράζομεν αντί χρημάτων. Τα ξύλα τα επρομηθευόμεθά με χρηματικόν αντάλλαγμα. Τα εφορτωνόμεθα στον τράχηλον μας, δια να τα μεταφέρωμεν. | 4 Τὸ νερό μας, ποὺ ἠθελήσαμε νὰ πιοῦμε, τὸ ἀγοράζαμε μὲ χρήματα· καὶ τὰ καυσόξυλά μας τὰ ἐπρομηθευόμεθα μὲ χρηματικὸν ἀντάλλαγμα καὶ τὰ ἐφορτωνόμεθα εἰς τοὺς ὤμους μας, προκειμένου νὰ τὰ μεταφέρωμεν. |
5 ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαύθημεν. | 5 Κατεδιώχθημεν από τους εχθρούς, εκοπιάσαμεν, δεν ευρήκαμεν στιγμήν αναπαύσεως και ηρεμίας. | 5 Κατεδιώχθημεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, ἐκοπιάσαμεν μέχρις ἑξαντλήσεως, δὲν μᾶς ἐπέτρεψαν νὰ ἀναπαυθῶμεν. |
6 Αἴγυπτος ἔδωκε χεῖρα, ᾿Ασσοὺρ εἰς πλησμονὴν αὐτῶν. | 6 Η Αίγυπτος μας εδωσε χείρα βοηθείας δια την συντήρησιν μας. Οι 'Ασσυριοι τους εχόρτασαν. | 6 Ἡ Αἴγυπτος μᾶς ἐβοήθησε διὰ τὴν συντήρησίν μας· οἱ Ἀσσύριοι τοὺς «χόρτασαν «ὅσους εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξορίαν». |
7 οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον, οὐχ ὑπάραχουσιν· ἡμεῖς τὰ ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. | 7 Οι πατέρες μας, οι οποίοι ημάρτησαν, δεν υπάρχουν πλέον. Ημείς δε πληρώνομεν τας αμαρτίας εκείνων. | 7 Οἱ πρόγονοί μας «οἱ ὁποῖοι» ἁμάρτησαν, ἀπέθαναν, δὲν ὑπάρχουν πλέον· ἠμεῖς δέ, οἱ ἀπόγονοί των, φέρομεν τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς των καὶ ὑποφέρομεν «τιμωρούμεθα» ἀντὶ ἐκείνων. |
8 δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν, λυτρούμενος οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. | 8 Οι δούλοι μας έγιναν κύριοί μας. Κανείς δεν υπάρχει, ο οποίος να ημπορέση να μας σώση από τα χέρια αυτών. | 8 Οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, δηλαδὴ οἱ ἀξιωματοῦχοι του, ἔγιναν κύριοι καὶ κυβερνῆται μας· δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια των. |
9 ἐν ταῖας ψυχαῖς ἡμῶν, εἰσοίσομεν ἄρτον ἡμῶν, ἀπὸ προσώπου ρομφαίας τῆς ἐρήμου. | 9 Με κίνδυνον της ζωής μας εξοικονομούμεν και μεταφέρομεν τον άρτον μας. Απειλούμεθα από την ρομφαίαν των ανθρώπων της ερήμου. | 9 Μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς μας ἐξοικονομοῦμεν τὴν τροφήν μας καὶ μεταφέρομεν τὰ γεννήματά μας κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τοῦ σπαθιοῦ τῶν ἐπιδρομέων τῆς ἐρήμου, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθενται ἐναντίον μας. |
10 τὸ δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπελιώθη, συνεσπάσθησαν ἀπὸ προσώπου καταιγίδων λιμοῦ. | 10 Το δέρμα μας εμαύρισεν, όπως ο φούρνος από την καπνιά. Εσυρικνώθησαν τα σώματά μας εξ αιτίας του φοβεροτάτου λιμού. | 10 Τὸ δέρμα μας ἐμελάνιασε, ἐμαύρισε, ὅπως ὁ φοῦρνος ἀπὸ τὸν καπνόν· τὰ σώματά μας ἐζάρωσαν, ἐσούρωσαν, ἐστέγνωσαν καὶ ἐξηράνθησαν ἐξ αἰτίας τῆς φοβερῆς πείνας, ἡ ὁποία μᾶς ἐκτύπησεν ὡσὰν καταιγίδα. |
11 γυναῖκας ἐν Σιὼν ἐταπείνωσαν, παρθένους ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα. | 11 Οι εχθροί εκακοποίησαν και εξηυτέλισαν γυναίκας εις την Σιών, και παρθένους εις τας διαφόρους πόλεις της Ιουδαίας. | 11 Οἱ ἐχθροὶ ἐξηυτέλισαν καὶ ἀτίμασαν γυναῖκες εἰς τὴν Σιὼν καὶ παρθένους εἰς τὶς διαφορες πόλεις τῆς Ἰουδαίας. |
12 ἄρχοντες ἐν χερσὶν αὐτῶν, ἐκρεμάσθησαν, πρεσβύτεροι οὐκ ἐδοξάσθησαν. | 12 Οι άρχοντες μας εκρεμάσθησαν από τα χέρια και εβασανίσθησαν· οι γέροντες μας δεν ετιμήθησαν. | 12 Ἄρχοντες ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τὰ χέρια των, οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἡλικίαν δὲν ἔτυχαν σεβασμοῦ καὶ τιμῆς. |
13 ἐκλεκτοὶ κλαυθμὸν ἀνέλαβον, καὶ νεανίσκοι ἐν ξύλῳ ἠσθένησαν. | 13 Εκλεκτοί πολίται μας εξέσπασαν εις κλαυθμούς. Οι νέοι άνδρες εξησθένησαν από τα βαρειά φορτώματα των ξύλων. | 13 Πολῖται ἐπίσημοι καὶ ἐκλεκτοὶ ἐξέσπασαν εἰς θρήνους, καὶ νέοι ἄνδρες ἐξησθένησαν καὶ ἐκάμφθησαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος ὑπερβολικῶν φορτωμάτων ξύλων. |
14 καὶ πρεσβύται ἀπὸ πύλης κατέπαυσαν, ἐκλεκτοὶ ἐκ ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. | 14 Οι γέροντες έπαυσαν πλέον να συχνάζουν εις την πύλην της πόλεως. Οι εκλεκτοί ψάλται εσταμάτησαν τους ύμνους των. | 14 Οἱ γέροντες ἔπαυσαν πλέον νὰ συγκεντρώνωνται εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως διὰ νὰ συζητοῦν, νὰ συμβουλεύουν καὶ ἀποφασίζουν ἐπὶ δικαστικῶν ζητημάτων. Οἱ ἐκλεκτοί «νεαροί» ψάλται ἐσταμάτησαν πλέον τὶς ψαλμωδίες των. |
15 κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, | 15 Κατελύθη και έσβησεν η χαρά της καρδίας μας. Οι χαρμόσυνοι χοροί μας μετεστράφησαν εις πένθος. | 15 Ἡ χαρὰ ἠφανίσθη, διελύθη ἀπὸ τὴν καρδιά μας· οἱ χαρούμενοι χοροί μας μετεβλήθησαν εἰς πένθος. |
16 ἔπεσεν ὁ στέφανος ἡμῶν τῆς κεφαλῆς· οὐαὶ δὴ ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. | 16 Επεσεν ο στέφανος της δόξης από την κεφαλήν μας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι διεπράξαμεν αμαρτίας ! | 16 Ἔπεσε τὸ στεφάνι τῆς δόξης μας «τοῦ βασιλείου καὶ τῆς ἱερωσύνης» ἀπὸ τὸ κεφάλι μας. Ἀλλοίμονον εἰς ἠμᾶς, διότι ἁμαρτήσαμε! |
17 περὶ τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρὰ ἡ καρδία ἡμῶν, περὶ τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. | 17 Ενεκα τούτου κατεπλημμύρισεν η οδύνη την καρδίαν μας· εξ αιτίας των αμαρτιών μας οι οφθαλμοί μας εκαλύφθησαν από σκότος. Δεν βλέπουν. | 17 Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ὀδύνην καὶ πόνον ἡ καρδιά μας· αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐσκοτείνιασαν, ἐτυφλώθησαν τὰ μάτια μας. |
18 ἐπ' ὄρος Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. | 18 Επάνω στο όρος Σιών, το οποίον ηρημώθη, επέρασαν αλώπεκες. | 18 Ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος Σιών, ὅπου ὑπῆρχεν ὁ Ναὸς καὶ πλήθη ἱερέων καὶ πιστῶν, ἐπειδὴ τοῦτο ἐρημώθηκε πλέον, περιπλανῶνται ἐλεύθερα καὶ ἄφοβα ἀλεποῦδες. |
19 σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα κατοικήσεις, ὁ θρόνος σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. | 19 Συ όμως, Κυριε, μένεις στους αιώνας των αιώνων. Ο θρόνος σου υπάρχει από γενεάς γενεών. | 19 Σὺ ὅμως, Κύριε, κατοικεῖς εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ θρόνος σου διαμένει ἀσάλευτος αἰωνίως, ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην γενεάν. |
20 ἱνατί εἰς νῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψεις ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; | 20 Διατί μας εγκαταλείπεις εις την κατάστασιν αυτήν της ήττης μας; Μας αφήκες επί τόσον μακρόν χρόνον; | 20 Διατὶ μᾶς λησμονεῖς ἐντελῶς εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἥττας καὶ τῆς ἀθλιότητός μας· διατὶ μᾶς ἐγκαταλείπεις ἐπὶ τόσον μακρὰν χρονικὸν διάστημα; |
21 ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σε, καὶ ἐπιστραφησόμεθα· καὶ ἀνακαίνισον ἡμέρας ἡμῶν καθὼς ἔμπροσθεν. | 21 Γυρισέ μας εν μετανοία προς σέ, Κυριε, και ημείς θα επιστρέψωμεν. Ανανέωσε και ξανακαινούργωσε τας ημέρας μας, όπως προηγουμένως. | 21 Ἐπανάφερέ μας, Κύριε, ἐν μετανοίᾳ πρὸς Σέ «ἤ: Ἀποκατάστησέ μας, Κύριε, εἰς τὴν προηγουμένην εὔνοιάν σου καὶ δῶσε μας πάλιν εἰρήνην καὶ χαράν», καὶ ἡμεῖς θὰ ἐπιστρέψωμεν! «ἤ: Καὶ τοῦτο ἀρκεῖ διὰ νὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ σωθῶμεν». Ξεκαινούργωσέ μας, δῶσε μας τὴν παλαιὰν εὐρωστίαν καὶ τὸν παλαιὸν δυναμισμόν, ὅπως καὶ προηγουμένως. |
22 ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ' ἡμᾶς ἕως σφόδρα. | 22 Διότι μέχρι σήμερον μας απώθησές με σφοδρότητα. Και τούτο, διότι δικαίως ωργίσθης πολύ εναντίον μας. | 22 Διότι Σὺ μᾶς ἀπώθησες ἐντελῶς καὶ μᾶς ἀπέρριψες μὲ σφοδρότητα· διότι δικαίως ἐξέσπασεν ἡ ὀργή σου ἐναντίον μας μὲ πολλὴν δύναμιν. |