Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ' αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ' αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους.
Πηγαίνοντας όμως συχνά στη Μητρόπολη της Σμύρνης, άκουγε και έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία. Έφυγε λοιπόν για το Άγιον Όρος, αλλά κανείς δεν τον δεχόταν. Τότε ο εκεί εξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' (βλέπε 10 Απριλίου), στη Μ. Λαύρα, αφού τον δοκίμασε τον βάπτισε χριστιανό στα Καυσοκαλύβια, με το όνομα Κωνσταντίνος.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τα τίμια λείψανα των νεοφανών μαρτύρων και τον κατέλαβε ο πόθος να μιμηθεί την πράξη τους. Αφού πέρασε με νηστεία και προσευχή κοντά σε πνευματικό, αποφάσισε να πάει στη Μαγνησία, για να βαπτίσει την αδελφή του χριστιανή. Μετά όμως από συμβουλή των Πατέρων, απέπλευσε από το Άγιον Όρος και αποβιβάστηκε στις Κυδωνιές.
Στις Κυδωνιές, αναγνωρίστηκε από κάποιο Τούρκο και οδηγήθηκε στον Αγά. Εκεί ομολόγησε τον Χριστό και αφού φανέρωσε την καταγωγή του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε σκληρά. Όταν τον ανέκριναν πάλι, ο Άγιος Κωνσταντίνος έκανε μπροστά τους το σημείο του Σταυρού, αποδεικνύοντας έτσι το αμετάθετο της πίστης του. Τότε ξανά τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν με φρικτό τρόπο. Αλλά βλέποντας ο ηγεμόνας, ότι κάθε προσπάθεια του πήγαινε χαμένη, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού και εκεί τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, τελικά τον απαγχόνισαν στις 2 Ιουνίου 1819 μ.Χ.
Χειρόγραφη Ακολουθία του βρίσκεται στην Καλύβη του Άγιου Ιωάννη του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια και στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν ηὔφρανας, πιστῶν χορείαν, καί κατήσχυνας, τούς Ἄγαρ γόνους, ἀνακηρύξας λαμπρῶς τήν εὐσέβειαν, καί ὑπομείνας ἀνύποιστα βάσανα, ὦ Κωνσταντῖνε Μαρτύρων ἀγλάϊσμα. Ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων Σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Φωσφόρος ἀνέτειλε, τῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, ἡ μνήμη τῶν ἄθλων σου, φωτός πληροῦσα αὐτήν, Μαρτύρων ἐκσφράγισμα, ἔνδοξε Κωνσταντῖνε, λύουσα τήν ἀπάτην, γόνων τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ, λάμπουσα δέ πλουσίως, τάς ψυχάς τῶν ἐν πίστει, τήν μνήμην σου τελούντων ἀειμακάριστε.