Ο εν αγίοις Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος) Πούλος γεννήθηκε στο χωριό Σιταράλωνα Αγρινίου στις 26 Ιανουαρίου 1919 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Αικατερίνη. Ο παππούς του, Πατήρ Αθανάσιος και η γιαγιά του, Πρεσβυτέρα Σπυριδούλα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή του.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Θερμού με άριστες επιδόσεις και εισήχθη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 μ.Χ. αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις με προοπτικές πανεπιστημιακής προωθήσεως. Η περιγραφή του συμφοιτητού του, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, κάνει λόγο για το ότι τα δύσκολα εκείνα χρόνια της Κατοχής διάβαζαν μαζί το Ευαγγέλιο στο Ζάππειο και αναζητούσαν να επικοινωνήσουν με έναν ασκητή κοντά στην Αθήνα, για να μάθουν στην πράξη την πνευματική ζωή. Κατά την ομολογία του μακαριστού ευσεβούς και φιλοκαλικού θεολόγου Βασιλείου Μουστάκη, στον συμφοιτητή του Δημήτριο Πούλο «ἔβλεπες τόν ἀσκητικό ἄνθρωπο, μέ ὅλα τά σημάδια πάνω του τῆς τέλειας ἀφοσίωσης στόν Κύριο» και ήταν από τότε «ἕνα ἄκακο πρόβατο τοῦ Χριστοῦ», που επιδιδόταν στην «προσευχή καί στίς ἀγαθοεργίες» και «ἦταν μιά τόσο ὡραία ψυχή».
Προκειμένου να προσφέρει στην τοπική εκκλησία εργἀσθηκε ως Γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας πλησίον του μακαριστού Μητροπολίτου Ιεροθέου μέχρι και το 1946 μ.Χ. κηρύττοντας παράλληλα στον λαό του Μεσολογγίου.
Το 1946 μ.Χ. και σε ηλικία 27 ετών κατετάγη στον Λόχο Ορεινών Καταδρομών (37ης Ταξιαρχίας) και υπηρέτησε ως Ιεροκήρυξ με πατριωτισμό και παροιμιὡδη θρησκευτικό ζήλο μέχρι τον Απρίλιο του 1949 μ.Χ. Ο τότε Επιτελάρχης και αργότερα Στρατηγός του Γ´ Σώματος Στρατού Κωνσταντίνος Τσολάκας του έγραψε αμέσως μετά την λήξη της θητείας του στον στρατό: «Πάντα σ᾽ ἐνθυμοῦμαι, διότι ὅταν σέ εἶχα μαζί μου μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά σέ καμαρώσω στήν ὑπέροχη προσπάθειά σου γιά τήν πίστιν καί τήν Πατρίδα. Ἐγώ σοῦ εὔχομαι νά εἶσαι πάντα ὁ ἴδιος καί πάντα νά φωτίζῃς τούς ἄλλους μέ τήν δική Σου πίστιν καί λαμπρότητα τῶν αἰσθημάτων Σου». Επιστρέφοντας στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του Γραμματέως και λαϊκού ιεροκήρυκος σε όλη την επαρχία.
Εκάρη μοναχός στις 23 Νοεμβρίου 1957 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Μυρτιάς με το όνομα Καλλίνικος και την επομένη χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου από τον κατά σάρκα αδελφό του, Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Την 1η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Μετά από 25ετἡ διακονία στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας εξελέγη Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης στις 24 Ιουνίου 1967 μ.Χ. και την επομένη χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών.
Αγωνίσθηκε για τον καταρτισμό των κληρικών της Μητροπόλεως του διοργανώνοντας συνέδρια και ιερατικές συνάξεις. Περιώδευσε ακούραστα την Αρχιερατική του περιφέρεια και φρόντισε ιδιαίτερα για τις χειροτονίες νέων κληρικών, το κήρυγμα και την ιερά εξομολόγηση. Ανέδειξε επίσης τις τοπικές αγίες, Νεομἀρτυρα Χρυσή και μάρτυρα Βάσσα την Εδεσσαία. Ίδρυσε Οικοτροφείο για την σπουδάζουσα νεολαία και Γηροκομείο για τους ηλικιωμένους. Προέβαλε τον μοναχισμό και ανασύστησε την Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αριδαίας.
Παρὰ την ἀρετή και την ακεραιότητά του δέχθηκε αδικες και συκοφαντικές επιθέσεις προερχόμενες κυρίως από εχθρούς της εκκλησίας και του Έθνους. Τις αντιμετώπισε με υποδειγματική πραότητα και ἀγάπη. Εκοιμἡθη την 8η Αὐγούστου 1984 μ.Χ. μετά από επτάμηνη ασθένεια. Στην εξόδιο ακολουθία του παρέστησαν 29 Αρχιερείς, πολυάριθμοι κληρικοί και μεγάλο πλήθος λαού. Ετάφη στο δημόσιο Κοιμητἡριο της Έδεσσας μετά από δική του επιθυμία, επειδή θέλησε να βρίσκεται κοντά στον λαό που υπηρέτησε και ἀγάπησε. Στην διαθήκη του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τέλος, ἐκφράζω ἐκ τῶν μυχίων τῆς καρδίας μου τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν, διότι εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐκ γονέων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διότι μέ ἐτίμησε διά τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἀρχιερατικῆς Χάριτος καί ἀνέθεσεν εἰς τήν ἐλαχιστότητά μου τήν διαποίμανσιν λαοῦ ἐκλεκτοῦ καί εὐσεβοῦς. Παρακαλῶ καί ἱκετεύω τούς συνεπισκόπους μου νά στείλουν ἐκεῖ εἰς διαδοχήν μου ἄνδρα "πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου", ὥστε νά διορθώση οὗτος τά εἰς ἐμέ ἐλλείποντα, καταστήσῃ δέ τήν Ἐπισκοπήν τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν. Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου».
Η αγιοκατάταξη του Αγίου Καλλινίκου αποφασίστηκε απο την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 23 Ιουνίου 2020 μ.Χ. Ολόκληρο το ανακοινωθέν είναι το εξής:
«Συνῆλθεν ἐν τῷ ἐν Σαμπεζύ Γενεύης Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σήμερον, 23ην Ἰουνίου, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν αὐτῆς συνεδρίαν μηνός Ἰουνίου. Κατά τήν συνεδρίαν ταύτην:
α) ἀπεφασίσθη, ἐπί τῇ βάσει ἐκθέσεως τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ἁγιοκατάταξις τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης καί Πέλλης κυροῦ Καλλινίκου, τῆς μνήμης αὐτοῦ μελλούσης ἑορτάζεσθαι τῇ 8ῃ Αὐγούστου,
β) προτάσει τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Ἀθανασίου, ἐξελέγη ὡς Βοηθός παρ’ αὐτῷ Ἐπίσκοπος ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ι. Μητροπόλεως Ἀρχιμανδρίτης κ. Σμάραγδος Καραγιαννίδης ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Δαφνουσίας,
γ) προτάσει τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου, ἐξελέγη ὁ ἐν Βερολίνῳ διακονῶν Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἐμμανουήλ Σφιᾶτκος Βοηθός Ἐπίσκοπος αὐτοῦ ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Χριστουπόλεως.
Ἐκ τοῦ Γραφείου»
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἐδέσσης ποιμένα, Ἀρχιθύτην πανεύφημον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, τὸ λαμπρὸν σεμνολόγημα, Καλλίνικον τιμήσωμεν πιστοί, τοῦ κλήρου καὶ λαοῦ τὸν ποδηγόν, ὡς πρεσβεύοντα ἀπαύστως ὑπὲρ αὐτῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τὸν μιμητὴν τοῦ Σωτῆρος Καλλίνικον, καὶ τῆς Ἐδέσσης ποιμένα τὸν ἄριστον, καὶ Ἐκκλησίας ἁπάσης τὸ σέμνωμα, ὑμνολογήσωμεν πάντες φιλάγιοι, ἡμῶν γὰρ ἐδείχθη τὸ στήριγμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Αἰτωλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁ Ἀρχιθύτης, τῆς Ἐδέσσης ὁ θαυμαστός, χαίροις Ἐκκλησίας, ἀγλάϊσμα καὶ δόξα, Καλλίνικε ποιμένων, τὸ ἀκροθίνιον.
Ὁ Οἶκος
Σιταραλώνων βλαστὸν τὸν πολύκαρπον, τῶν Ἀκαρνάνων φοίνικα ὑψίκομον, καὶ τῆς Ἐδέσσης Ἐπίσκοπον ἅγιον, ὕμνοις σεμνοῖς καταστέψωμεν σήμερον, ἄγοντες αὐτοῦ τὴν κατ' ἔτος ἐπέτειον. Οὗτος γὰρ ἐκ παίδων κατηχηθεὶς τὰ θεῖα, καὶ ἀγαπήσας θερμῶς τὸν Χριστόν, ἐν τῷ ἱερῷ καταλόγῳ τῶν κληρικῶν, ἐνεγράφη γενόμενος Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, καὶ ὡς ἀλείπτης λαμπρός, πολλοὺς πρὸς τὴν σωτήριον τρίβον κατηύθυνε· διὸ καὶ γέγονε τύπος ποιμένος ἀρίστου, καὶ ἐν χαρᾷ τοῦτον ἐγκωμιάζομεν, ἡμῶν γὰρ ἐδείχθη τὸ στερέωμα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Ἐδέσσης τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχην τὸν θεῖον, Καλλίνικον πιστοί, ἀνυμνήσωμεν πάντες, ἐσχάτως γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐπὶ γῆς οὗτος ἔζησε· κατηχήσας γάρ, τῇ βιοτῇ καὶ τοῖς λόγοις, πάντα ἄνθρωπον, τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου, ὡς ἥλιος ἔλαμψε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Καλλίνικε ἅγιε, τῶν Ἐδεσσαίων ποιμήν, τῆς Πέλλης τὸ καύχημα, καὶ Ἀλμωπίας φωστήρ, ἐσχάτως γεγένησαι· ὅθεν ἐφανερώθη, ποιμανσίας σου τύπος, τοῦ ἤθους καὶ ἀρετῶν σου, ἡ σεμνότης σου πάτερ· διὸ καὶ ἐξαιτούμεθα, τὴν ἄμαχον χάριν σου.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἐκ παιδὸς ἡλικίας ἐκδιδαχθείς, τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ τὴν ζωήν, ὑπὸ τῶν φυσάντων σε, Ἱεράρχα Καλλίνικε, θεόφρον ἀνεδείχθης, πιστῶν ὁ διδάσκαλος, τῆς εὐσεβείας κῆρυξ, σεμνὸς καὶ πυρίπνοος· ὅθεν μετὰ ταῦτα, ἐνεγράφης νομίμως, τῷ πίνακι ἅγιε, κληρικῶν Μητροπόλεως, Αἰτωλίας καὶ γέγονας, ἄξιος Θεοῦ Ἱερεύς, καὶ ἐν τέλει ὤφθης ὁ Ἐπίσκοπος, τῆς Ἐδέσσης θεόφρον, ἄνερ θεοπρόβλητε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀνῖσχες ὡς ἥλιος, ἐν τῇ Ἐδέσσῃ σεμνέ, ἐσχάτως Καλλίνικε, Ἱεραρχῶν ἡ κρηπίς. αὐγάζων τὴν ποίμνην σου· ὅθεν ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν σὴν μνήμην τελοῦντες, μέλπομεν τοῦ σοῦ βίου, τὰ θαυμάσια πάτερ, τοὺς λόγους τοὺς θεαρέστους, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, ἡ τῆς Ἐδέσσης Μητρόπολις, κατέχουσα ἐν κόλποις, τὸν χαριτόβρυτον τάφον, καὶ τὰ ὀστέα τοῦ Ἱεράρχου Καλλινίκου. Οὗτος γὰρ Ἐπίσκοπος χρηματίσας Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας, ὡς θεοκῆρυξ διέδραμε, πᾶσαν τὴν κληρωθεῖσαν αὐτῷ Ἐπαρχίαν, κηρύττων ἐν ῥήμασι τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ διδάσκων σπουδαίως τὸν λαὸν τοῦτο, τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ βιοτῇ, καὶ ἁγιάζων ταύτην, τῇ θείᾳ λατρείᾳ καὶ ταῖς ἐντεύξεσι· διὸ πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶμεν, πρέσβευε Ἀρχιερεῦ Κυρίου, Χριστῷ τῷ Θεῷ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ σου μακάριε, πρὸς τὸν Δεσπότην Χριστὸν μανικὴν ἀγάπην, ἐβίωσας ὡς πένης, ἀλλὰ ὡς πολλοὺς πλουτίσας, τοῖς σοῖς χαρίσμασι. Ὡς γὰρ φιλόστοργος Ἀρχιθύτης, ὑπὸ τὰς πτέρυγάς σου συνήγαγες, κληρικοὺς εὐσεβεῖς, συνεργοὺς ἀξίους, τέκνα φιλόθεα, καὶ πιστῶν τὸ ἄθροισμα, ὑπὲρ ὧν ἱκετεύομεν ὕμνοις, μὴ παύσῃ φροντίζων ταῖς πρεσβείαις, σωθῆναι τὰς ψυχὰς αὐτῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ΄.
Κεκόσμησαι ἅγιε Πάτερ ἀρεταῖς σπανίαις, ἤγουν ἔσχες τὸ ἀνεπίφθονον, τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν ἀκρίβειαν λόγων καὶ πράξεων, τῆς προσευχῆς τὴν παῤῥησίαν, καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν οὐκ ἔδωκας νυσταγμὸν ἐν τοῖς κροτάφοις σου, καὶ ὕπνον τοῖς βλεφάροις σου, ἕως οὗ διῆλθες κηρύττων καὶ εὐεργετῶν, τὰς πόλεις καὶ τὰς κώμας κύκλῳ, τῆς σῆς Μητροπόλεως. Λειτουργῶν γὰρ πολλάκις, ὡς ἄγγελος Κυρίου, ὕψους τὰς χεῖράς σου ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου σου· ὃ μὴ παύσῃ καὶ τανῦν ἐποπτεύων, ἐκδιώκων ἐξ αὐτοῦ, τοῦ πονηροῦ τὰ μηχανήματα, καὶ κακοτρόπων ἀνθρώπων, τὰς ἐπινοίας καὶ ἐχθρότητα.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Βαστάζων μεθ' ὑπομονῆς, τῆς σαρκὸς τὴν ἀσθένειαν, ὑπόδειγμα γέγονας, πᾶσι τοῖς ὑγιέσι καὶ τοῖς κακῶς πάσχουσι. Βλέπων γὰρ τὴν βαρεῖαν νόσον, ὡς ψυχῆς καθαρτήριον, καθ' ἡμέραν ἐδοξολόγεις τὸν Χριστόν, καὶ ἱκετικῶς αὐτὸν παρεκάλεις, λαβεῖν θάρσος ἐν ταῖς ὀδύναις, διαύγειαν τοῦ νοός, ἐλπίδα πρὸς τὴν μέλλουσαν πόλιν, κατὰ τοῦ Ἀποστόλου τὸ λόγιον. Ταῦτα ἔχοντες κατὰ νοῦν, Ἀρχιερεῦ Καλλίνικε, πάντα τὰ περιλειπόμενα τέκνα σου, οὐ παύομεν λέγοντες· δὸς ἡμῖν ἐκ τῶν σῶν χαρίτων, καὶ γενοῦ ἡμῶν φύλαξ ἀκαταμάχητος.