Η εικόνα αυτή είναι εκείνη στην οποία με δίκαιο παράπονο κατέφυγε και προσυχήθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (βλέπε 4 Δεκεμβρίου) κρατώντας το κομμένο δεξί του χέρι, με το οποίο συνέγραφε τους λόγους υπέρ των Αγίων Εικόνων και το οποίο του κόπηκε από επιβουλή των εικονομάχων. Η Παναγία θαυματούργησε συγκολλώντας και ζωογονώντας το νεκρό χέρι του θεράποντος της και εκείνος της αφιέρωσε ασημένιο ανάθημα σε σχήμα χεριού, που η θέση του στην εικόνα το κάνει να φαίνεται σαν ένα τρίτο χέρι της Παναγίας. Η εικόνα που μέχρι το 12 αιώνα μ.Χ. φυλαγόνταν στη Λαύρα του αγίου Σάββα, δωρήθηκε στον άγιο Σάββα Αρχιεπίσκοπο Σερβίας (βλέπε 14 Ιανουαρίου) και κτίτορα της μονής Χιλανδαρίου κατά την επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Αυτός τη μετέφερε στη Σερβία, από όπου αργότερα μετακομίστηκε με θαυμαστό τρόπο στο Άγιο Όρος, όταν κατά τις εσωτερικές ταραχές που συνέβησαν στη Σερβία επί του βασιλέα Ούροση του Ε΄ ο ημίονος που τη μετέφερε πάντοτε προ του στρατεύματος στις διάφορες μάχες χάθηκε και προχωρώντας μόνος του έφθασε μέχρι το Χιλανδράρι.
Σε μεταγενέστερη εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου εξαιτίας της εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο στασίδι του ηγούμενου, ενώ συγχρόνως ενάρετος ερημίτης μοναχός πληροφόρησε την αδελφότητα ότι στο εξής και προς αποφυγή φιλονικιών να μην εκλέγεται ηγούμενος στο Χιλανδάρι, διότι η Παναγία θα κρατήσει τη θέση αυτή και θα διοικεί το μοναστήρι. Πράγματι μέχρι σήμερα, η χιλανδρινή αδελφότητα, ενώ ζει κοινοβιακά, στερείται Καθηγουμένου και διοικείται κατά το σύστημα των ιδιόρρυθμων μονών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ Παλαιστίνης ἡμῖν, ὁ Σάββας ὁ ἔνθεος, ἣν Τριχεροῦσαν Ἁγνή, καλοῦμεν μετήνεγκεν, ἤν περ Χιλανδαρίου, ἡ Μονὴ κεκτημένη, ὕμνον σοι Θεοτόκε, ἀναμέλπει βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σου. (Ἐκ γ´.)
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Θεοτόκου τὴν εἰκόνα τὴν πανσέβαστον ἥ Τριχερούσα ξένῳ θαύματι ὠνόμασται, προσκυνήσωμεν ἐν πίστει καὶ εὐλαβείᾳ. Ἀλλ᾿ ὦ Κόρη τὴν Μονήν σου ταύτην φύλαττε, ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, ἐκβοώσαν σοι· χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Μεγαλυνάριον
Ἡ Χιλανδαρίου χαίρει Μονή, ἔχουσα ἐν κόλποις, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ἥτις Τριχεροῦσα, Παρθένε ἐπεκλήθη, ἣν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.
Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἡ Εἰκών σου, λαμπρυνθεῖσα σῇ δόξῃ, δεδώρηται ἡμῖν Θεοτόκε, ᾗ προσιόντες πίστει πολλῇ, τῶν πολλῶν σοῦ τρυφῶμεν ἀντιλήψεων, καὶ ὕμνον χαριστήριον, προσφέρομεν σοὶ ἐκβοῶντες·
Χαῖρε Ἀγγέλων ἡ θυμηδία·
χαῖρε ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε τοῦ Σωτῆρος καθέδρα περίδοξος·
χαῖρε τῆς Μονῆς σου προστάτις καὶ ἔφορος.
Χαῖρε ὅτι ἡμῖν δέδωκας τὴν Εἰκόνα σου Ἁγνὴ·
χαῖρε ὅτι βλύζεις ἅπασιν εὐσπλαγχνίας τὴν πηγὴν.
Χαῖρε Χιλανδαρίου πολυτίμητον γέρας·
χαῖρε παντὸς τοῦ Ἄθω φύλαξ σκέπη καὶ κέρας.
Χαῖρε Θεὸν αῤῥήτως κυήσασα·
χαῖρε χαρᾶς τὰ πάντα ἐμπλήσασα.
Χαῖρε ἡμᾶς ἀσφαλῶς ὁδηγοῦσα·
χαῖρε τοῦ σου κλήρου ἡ προνοοῦσα.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχεῖαν βοήθειαν, ἐν πειρασμοῖς χαλεποῖς, προσπίπτοντες Ἄχραντε, τῇ σῇ θερμῇ ἀρωγῇ, εὑρίσκοντες πάντοτε, ὕμνον εὐχαριστίας, σοι προσάδομεν πόθῳ, πίστει παρεστηκότες, τῇ σεπτή σου Εἰκόνι, Παρθένε Τριχερούσα, ἡμῶν καταφύγιον.