(πιθανώς από το σέλας + λευκός) = ο φωτεινός, ο ένδοξος.
Φέρει Σέλευκος αστενακτί την πρίσιν,Kαι τον πολυστένακτον εκλείπει βίον.
Ο Άγιος Σέλευκος μαρτύρησε αφού τον θανάτωσαν με πριόνισμα.