Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:40
Δύση: 17:13
Σελ. 26 ημ.
361-5
16ος χρόνος, 6158η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΑΟΥΜ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΔΟΥ ἐπὶ τὰ ὄρη οἱ πόδες εὐαγγελιζομένου καὶ ἀπαγγέλλοντος εἰρήνην· ἑόρταζε, ᾿Ιούδα, τὰς ἑορτάς σου, ἀπόδος τὰς εὐχάς σου, διότι οὐ μὴ προσθήσωσιν ἔτι τοῦ διελθεῖν διὰ σοῦ εἰς παλαίωσιν. - Συντετέλεσται, ἐξῇρται. 1 Ιδού, εις τα όρη ευρίσκονται οι πόδες εκείνου, ο οποίος φέρει το χαρμόσυνον μήνυμα και αναγγέλλει περίοδον ειρήνης δια τους Ιουδαίους. Ιουδαίοι, πανηγυρίσατε από εδώ και στο εξής τας εορτάς σας ήρεμοι, εκπληρώσατε τα ταξίματά σας προς τον Θεόν, διότι οι Ασσύριοι ποτέ πλέον δεν θα διαπεράσουν την χώραν σας εις καταστροφήν σας. Η πρωτεύουσά των η Νινευή οπωσδήποτε θα καταστραφή. Θα εξαφανισθή δια παντός. 1 Ιδού! Εἰς τὰ ὅρη εὑρίσκονται τὰ πόδια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μεταφέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα καὶ ἀναγγέλλει τὴν ἅλωσιν τῆς Νινευή, γεγονὸς τὸ ὁποῖον θὰ σημάνῃ εἰρήνην εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. Ἐόρταζε λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς, λαὲ τοῦ Ἰούδα, ἀκωλύτως τὶς σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον ἐορτὲς καὶ πανηγύρεις σου· ἐκπλήρωσε τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ ταξίματά σου εἰς τὸν Κύριον. Διότι οἱ Ἀσσύριοι, οἱ ἐχθροί σου, δὲν θὰ διέλθουν ἄλλην φορὰν ἀπὸ τὴν χώραν σου πρὸς καταστροφήν σου «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν· οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ παραμείνουν ἐπὶ μακρὸν χρόνον κύριοί σου, αλλ’ οὔτε καὶ τὴν εὐημερίαν θὰ ἔχουν ἀτελείωτον». Ἡ Νινευὴ καὶ ὁ βασιλιᾶς της θὰ καταστραφῇ ὁπωσδήποτε, θὰ ἐξαφανισθῇ ὁλοτελῶς καὶ διὰ παντός!
2 ἀνέβη ἐμφυσῶν εἰς πρόσωπόν σου ἐξαιρούμενος ἐκ θλίψεως· σκόπευσον ὁδόν, κράτησον ὀσφύος, ἄνδρισαι τῇ ἰσχύϊ σφόδρα, 2 ' Ο Κυριος επέρχεται εναντίον σου, Νινευή, εξαπολύων εναντίον σου ως ορμητικόν άνεμον την δικαίαν οργήν του, ενώ τους Ισραηλίτας τους απαλλάσσει πλέον από την θλίψιν, που τους επροξένησες. Παρατήρησε τον δρόμον, ω Νινευή. Είναι γεμάτος στρατόν. Ζώσε την οσφύν σου, δείξε μεγάλην ανδρείαν εν τη δυνάμει σου. 2 Ὁ Κύριος ἐπέρχεται ἐναντίον σου, Νινευή, ἐμφυσῶν κατὰ τοῦ προσώπου σου τὴν δικαίαν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ του· ταυτοχρόνως ὅμως λυτρώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς θλίψεως, ποὺ τοῦ ἐπροξένησες. Παρατήρησε, Νινευή, μὲ προσοχὴν τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπέρχεται ἐναντίον σου ὁ Κύριος· ὁ δρόμος εἶναι γεμᾶτος στρατόν· ζῶσε τὴν ὀσφύν σου, ἕτοιμη νὰ ἀντισταθῇς· ἀπόβαλε τὸν φόβον καὶ ὀπλίσου μὲ θάρρος καὶ μεγάλην ἀνδρείαν,
3 διότι ἀπέστρεψε Κύριος τὴν ὕβριν ᾿Ιακώβ, καθὼς ὕβριν τοῦ ᾿Ισραήλ, διότι ἐκτινάσσοντες ἐξετίναξαν αὐτοὺς καὶ τὰ κλήματα αὐτῶν, διέφθειραν 3 Διότι ο Κυριος θα απομακρύνη από τους απογόνους του Ιακώβ την ταπείνωσιν κα τον εξευτελισμόν, που τους επεβάλατε. Οπως επίσης την ταπείνωσιν από όλους τους Ισραηλίτας, διότι οι εχθροί της Νινευή θα ανατινάξουν και θα διασκορπίσουν τους κατοίκους αυτής και τας παραφυάδας των. 3 διότι ὁ Κύριος θὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ «τοῦ λαοῦ τοῦ βορείου βασιλείου» τὴν δουλείαν, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν, καθὼς ἐπίσης τὴν κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τὶς παραφυάδες των, ὅπως ὁ ἰσχυρὸς καὶ βίαιος ἄνεμος τινάζει τὸ ἀμπέλι καὶ τὰ κλήματά του καὶ ρίπτει κατὰ γῆς τὰ σταφύλια. Οἱ ἐχθροὶ τῆς Νινευὴ θὰ καταστρέψουν ἐπίσης
4 ὅπλα δυναστείας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων, ἄνδρας δυνατοὺς ἐμπαίζοντας ἐν πυρί· αἱ ἡνίαι τῶν ἁρμάτων αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἑτοιμασίας αὐτοῦ, καὶ οἱ ἱππεῖς θορυβηθήσονται 4 Θα καταστρέψουν τα ισχυρά των ανθρώπινα όπλα, άνδρας δυνατούς, οι οποίοι παίζουν με τη φωτιά. Τα ηνία και αι αποσκευαί των αρμάτων είναι έτοιμα δια την ημέραν αυτήν, οι δε ιππείς και οι ίπποι κάμνουν μεγάλον θόρυβον στους δρόμους της πόλεως. 4 τὰ ἰσχυρὰ ἀνθρώπινά των ὅπλα, διότι εἶναι ἄνδρες δυνατοὶ καὶ τολμηροί, οἱ ὁποῖοι ἀψηφοῦν καὶ αὐτὴν τὴν φωτιά. Τὰ καινούργια ἠνία καὶ ἡ πλήρης ἐξάρτυσις τῶν πολεμικῶν των ἁρμάτων εἶναι ἕτοιμα διὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑφόδου καὶ τῆς μάχης, οἱ δὲ ἱππεῖς, καὶ γενικῶς τὸ ἱππικόν, κάμνουν μεγάλον θόρυβον
5 ἐν ταῖς ὁδοῖς, καὶ συγχυθήσονται τὰ ἅρματα καὶ συμπλακήσονται ἐν ταῖς πλατείαις· ἡ ὅρασις αὐτῶν ὡς λαμπάδες πυρὸς καὶ ὡς ἀστραπαὶ διατρέχουσαι. 5 Τα πολεμικά άρματα θα συγκρουσθούν, θα συμπλακούν εις τας πλατείας της πόλεως. Η όψις των είναι ωσάν λαμπάδες φωτιάς· ωσάν αστραπή διατρέχουν τους δρόμους. 5 εἰς τοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Τὰ πολεμικὰ ἅρματα θὰ συγκρουσθοῦν μὲ μεγάλην ὁρμὴν καὶ θὰ συμπατοῦνται μεταξύ των ὄχι εἰς στενοὺς δρόμους, ἀλλ’ εἰς τὶς εὐρύχωρες πλατεῖες. Ἡ ὁρμὴ καὶ ἡ τόλμη των ἀπεικονίζονται εἰς τὴν ὅλην παρουσίαν των, ἡ ὁποία ὁμοιάζει μὲ λαμπάδα φωτιᾶς, διατρέχουν δὲ τὴν πόλιν σὰν ἀστραπές, ποὺ κατατρομάζουν δουλείαν, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ Ἰσραήλ «τοῦ λαοῦ τοῦ νοτίου βασιλείου», ποὺ τοὺς ἐπροξενήσατε. Διότι οἱ ἐχθροὶ τῆς Νινευὴ θὰ ἐξέλθουν ἐναντίον της μὲ τόσην ὁρμήν, ὥστε νὰ ἀποτινάξουν μὲ δύναμιν τοὺς πάντας.
6 καὶ μνησθήσονται οἱ μεγιστᾶνες αὐτῶν καὶ φεύξονται ἡμέρας καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τῇ πορείᾳ αὐτῶν καὶ σπεύσουσιν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς καὶ ἑτοιμάσουσι τὰς προφυλακὰς αὐτῶν. 6 Εν όψει της φοβεράς αυτής επιδρομής οι άρχοντες της Νινευή θα ενθυμηθούν ότι και η πόλις των έχει ανάγκην υπερασπίσεως. Θα τρέξουν κατά το διάστημα της ημέρας, αλλά τα πόδια των θα παραλύσουν από τον φόβον. Θα σπεύσουν εις τα τείχη αυτής και θα ετοιμάσουν εκεί τας προφυλακάς των. 6 Ἐμπρὸς εἰς τὴν φοβερὰν αὐτὴν πολεμικὴν θύελλαν οἱ ἕως τώρα ἀμέριμνοι ἄρχοντες τῆς Νινευή, ἐπειδὴ εἶχαν μεγάλην ἰδέαν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν δύναμίν των, θὰ ἐνθυμηθοῦν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πόλιν πιεζόμενοι δὲ ἀπὸ τὰ δεινά, δὲν θὰ περιμένουν τὴν νύκτα, ἀλλὰ θὰ τρέξουν νὰ φύγουν κατὰ τὴν ἡμέραν. Ἡ πορεία των ὅμως δὲν θὰ εὐοδωθῇ, διότι τὰ πόδια των θὰ παραλύσουν ἀπὸ τὸν φόβον. Διὰ τοῦτο θὰ σπεύσουν πάλιν νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως, διὰ νὰ σωθοῦν καὶ προετοιμάσουν ἐκεῖ τὶς προφυλακές των.
7 πύλαι τῶν ποταμῶν διηνοίχθησαν, καὶ τὰ βασίλεια διέπεσε, 7 Οι υδατοφράκται των ποταμών θα διαρραγούν, θα διαρρήξουν τα τείχη και έτσι τα βασιλικά ανάκτορα θα πέσουν εις τα χέρια των εχθρών. 7 Ἀλλ' οὐδεμίαν ὠφέλειαν θὰ ἀποκομίσουν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ καταφυγήν των. Διότι οἱ πύλες τῶν τειχῶν τῆς Νινευή, ποὺ εὑρίσκονται πρὸς τὴν πλευρὰν τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ «εἰς τὶς ὄχθες τοῦ ὁποίου ἦταν κτισμένη ἡ Νινευή), θὰ ἀνοιχθοῦν διάπλατα, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐφορμήσουν ἀπὸ αὐτὲς καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα θὰ πέσουν εἰς τὰ χέρια των.
8 καὶ ἡ ὑπόστασις ἀπεκαλύφθη, καὶ αὕτη ἀνέβαινε, καὶ αἱ δοῦλαι αὐτῆς ἤγοντο καθὼς περιστεραὶ φθεγγόμεναι ἐν καρδίαις αὐτῶν. 8 Ολη η ύπαρξις της πόλεως, άνθρωποι και πλούτη, θα αποκαλυφθούν ενώπιον των εχθρών. Θα συγκεντρωθούν και θα οδηγηθούν κάπου υψηλά. Δούλοι και δούλαι οι κάτοικοι της πόλεως θα οδηγηθούν εις αιχμαλωσίαν θα αναστενάζουν πικρώς εκ βάθους καρδίας, ωσάν αι περίστεραί που γουργουρίζουν. 8 Τότε ὅλοι οἱ πλούσιοι θησαυροὶ τῆς Νινευή, οἱ κλεισμένοι καλῶς καὶ ἀσφαλῶς, θὰ ἀποκαλυφθοῦν θὰ συγκεντρωθοῦν καὶ θὰ μεταφερθοῦν εἰς κάποιον τόπον ὑψηλά «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν· καὶ ἡ Νινευή - οἱ κάτοικοί της - ἀνέβαινεν ὁδηγουμένη αἰχμάλωτος εἰς τὴν Περσίαν». Οἱ κάτοικοι τῆς Νινευή, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ ἐκεῖνοι τῶν ὑποτελῶν πόλεών της, θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτοι, θρηνοῦντες πικρὰ καὶ ἀναστενάζοντες ὄχι φανερά, ἀλλὰ κρυφὰ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, μιμούμενοι τὸν γογγυσμόν «τὸ ὑπόκωφον γουργουρητό» τῶν περιστεριῶν.
9 καὶ Νινευή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς, καὶ αὐτοὶ φεύγοντες οὐκ ἔστησαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιβλέπων. 9 Και η Νινευή, η οποία δια την πολυανθρωπίαν της ωμοίαζε προς δεξαμενήν αφθόνων υδάτων, θα ίδη τους κατοίκους να φεύγουν χωρίς σταματημόν διότι κανείς πλέον άνθρωπος η Θεός της δεν ενδιαφέρεται δι' αυτήν. 9 Παρ’ ὅλον ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς Νινευὴ ἦταν τόσον πολύς, ὥστε ἡ πόλις νὰ ὁμοιάζῃ μὲ πολὺ μεγάλην δεξαμενὴν γεμάτην νερό, ἐν τούτοις ἡ Νινευὴ θὰ ἴδῃ τοὺς κατοίκους της νὰ φεύγουν καὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείπουν ἡ φυγή των θὰ εἶναι συνεχής, ἀδιάκοπη, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ θὰ κυττάζῃ πλέον πίσω· ὅλοι θὰ κυττάζουν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ποὺ θὰ κατευθυνθοῦν διὰ νὰ σωθοῦν.
10 διήρπαζον τὸ ἀργύριον, διήρπαζον τὸ χρυσίον, καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῦ κόσμου αὐτῆς· βεβάρυνται ὑπὲρ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτῆς. 10 Οι εχθροί διαρπάζουν το αργύριον, διαρπάζουν το χρυσίον της, ατελείωτος είναι πλούτος και ο στολισμός της, βαρύτατοι οι θησαυροί της, περισσότεροι από κάθε άλλης πόλεως, τα σκεύη τα ωραία και πολύτιμα. 10 Οἱ ἐχθροὶ ἁρπάζουν ἀπ' ἐδῶ καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὸν ἄργυρον, λεηλατοῦν τὸ χρυσάφι, διότι ἦταν ἀτελειώτη ἡ ἀφθονία τοῦ πλούτου καὶ τοῦ πολυτίμου στολισμοῦ τῆς πόλεως. Οἱ ἐχθροὶ λεηλατοῦν μὲ ἰδιαιτέραν σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν τοὺς κατ’ ἐξοχὴν πολυτίμους θησαυρούς, τὰ ὡραῖα ἀντικείμενα καὶ τὰ πολύτιμα σκεύη.
11 ἐκτιναγμὸς καὶ ἀνατιναγμὸς καὶ ἐκβρασμὸς καὶ καρδίας θραυσμὸς καί ὑπόλυσις γονάτων καὶ ὠδῖνες ἐπὶ πᾶσαν ὀσφύν, καὶ τὸ πρόσωπον πάντων ὡς πρόσκαυμα χύτρας. 11 Η πόλις, επάνω εις την ορμήν των εχθρών της, ανατινάσσεται εσωτερικώς, εκτινάσσεται έξω από τα τείχη. Αναβρασμός γίνεται, ωσάν να συγκλονίζεται από σεισμόν. Αι καρδίαι των κατοίκων συντρίβονται από τον πόνον και τον φόβον, παραλύουν τα γόνατά των, αι οσφύες των αισθάνονται οξύν πόνον, ωσάν τας ωδίνας επιτόκου γυναικός. Και το πρόσωπον όλων είναι ωχρόν και μαύρον, όπως η εξωτερική επιφάνεια χύτρας, την οποίαν προσβάλλει η φωτιά. 11 Ἡ πόλις, ἕνεκα τῆς ὁρμητικῆς ἐπιθέσεως τῶν ἐχθρῶν της, ὑφίσταται ὅ,τι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ἰσχυροῦ σεισμοῦ: Ταράσσεται, ξετινάζεται· τινάζεται δυνατὰ πρὸς τὰ ἐπάνω, συγκλονίζεται κοχλάζει καὶ χύνεται πρὸς τὰ ἔξω ὅ,τι ὑπάρχει εἰς αὐτήν. Οἱ καρδιὲς τῶν Νινευϊτῶν σπάζουν, συντρίβονται ἀπὸ τὸν πανικόν, ἡ ἁρμονία τῶν γονάτων λύεται, κάθε ἀνδρικὴ δύναμις παραλύει, ὅλοι δὲ αἰσθάνονται ἀφορήτους πόνους, οἱ ὁποῖοι ὁμοιάζουν μὲ τὶς ὠδῖνες τῆς ἐπιτόκου γυναικός. Ἀπὸ τὸν φόβον ἔχει παγώσει τὸ αἷμα ὅλων τόσον, ὥστε τὰ πρόσωπα τῶν νὰ εἶναι ὠχρὰ καὶ μελανιασμένα, ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς χύτρας, τὴν ὁποίαν προσβάλλουν οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς.
12 ποῦ ἐστι τὸ κατοικητήριον τῶν λεόντων καὶ ἡ νομὴ ἡ οὖσα τοῖς σκύμνοις, οὗ ἐπορεύθη λέων τοῦ εἰσελθεῖν ἐκεῖ, σκύμνος λέοντος καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκφοβῶν; 12 Που είναι τώρα η Νινευή, η κατοικία αυτή των λεόντων, τόπος βοσκής νεαρών λεόντων και όπου ο λέων με τους λεοντιδείς εισήρχετο, χωρίς κανείς να δύναται η να τολμά να τους εκφοβήση; 12 Ποὺ εἶναι τώρα ἡ Νινευή, ἡ κατοικία τῶν λεόντων, καὶ ὁ τόπος βοσκῆς νεαρῶν λιονταριῶν, εἰς τὸν ὁποῖον διέτριβαν τὸ λιοντάρι με τὰ λιονταράκια του, καὶ ὅπου κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε οὔτε καὶ ἐτολμοῦσε νὰ τοὺς ἐκφοβήσῃ καὶ νὰ τοὺς τρομάξῃ;
13 λέων ἥρπασε τὰ ἱκανὰ τοῖς σκύμνοις αὐτοῦ καὶ ἀπέπνιξε τοῖς λέουσιν αὐτοῦ καὶ ἔπλησε θήρας νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἁρπαγῆς. 13 Εις παλαιοτέρους καιρούς ο αγέρωχος Ασσύριος λέων ήρπαζεν αρκετά θύματα δια τους λεοντιδείς. Αλλα τα έπνιγε και τα έφερεν εις άλλους λέοντας και έτσι εγέμιζε την φωλεάν του από τα θηράματα. Το άντρον του ήτο γεμάτο από αρπαγάς. 13 Εἰς τὰ παλαιότερα χρόνια ὁ ὑπερήφανος λέων τῆς Ἀσσυρίας ἅρπαζε ἀρκετὰ θύματα, διὰ νὰ τὰ προσφέρῃ ὡς τροφὴν εἰς τὰ λιονταράκια του· ἀλλὰ δὲ τὰ ἔπνιγε καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὰ λιοντάρια «καὶ τὶς λέαινες» τῆς φωλιᾶς του· ἔτσι ἐγέμιζε μὲ θηράματα τὴν φωλιά του καὶ τὸ ἄντρον του μὲ ἅρπαγες.
14 ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ἐκκαύσω ἐν καπνῷ πλῆθός σου, καὶ τοὺς λέοντάς σου καταφάγεται ρομφαία, καὶ ἐξολοθρεύσω ἐκ τῆς γῆς τὴν θήραν σου, καὶ οὐ μὴ ἀκουσθῇ οὐκέτι τὰ ἔργα σου. 14 Ιδού όμως, ότι εγώ έρχομαι τώρα εναντίον σου, λέγει ο Κυριος ο παντοκράτωρ. Θα πυρπολήσω και θα μεταβάλω εις καπνόν το πλήθος σου και τους ως άλλους λέοντας άνδρας σου θα τους καταφάγη ρομφαία θανάτου. Θα σταματήσουν πλέον να υπάρχουν θηράματα εις την γην σου. Δεν θα ακουσθούν ποτέ πλέον τα κατορθώματά σου. 14 Καὶ αὐτὰ μὲν ἔκαμνες σύ, Νινευή, τότε· ἀντ’ αὐτῶν λοιπόν, νά! Ἐγὼ σηκώνομαι ἐναντίον σου, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Θὰ κατακαύσω ὁλωσδιόλου καὶ θὰ μεταβάλω εἰς καπνὸν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ σου· τὰ δὲ λιοντάρια σου, δηλαδὴ τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, θὰ τὰ παραδώσω εἰς σφαγὴν μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τῶν ἐχθρῶν σου· θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ τὴν γῆν τὰ θηράματά σου, καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ θηρεύῃς καὶ νὰ ἁρπάζῃς· δὲν θὰ ἀκουσθοῦν ποτὲ πλέον τὰ πολεμικά σου κατορθώματα καὶ τὰ ἐκ τούτων κακά, ποὺ ἐπροξενοῦσες εἰς ὅσους λαοὺς ὑπέτασσες.