1) (από την λέξη ρώμη) = ο ρωμαλέος, ο γενναίος 2) Βυζαντινή λέξη για τον Ρωμαίο. Ρωμανοί ονομάζονταν πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου
Τὸ πρὸ σὲ φίλτρον εἰς ἀγῶνας δεικνύει,Ὁ Ῥωμανός σου, Σῶτερ, ὁρμῶν πρὸς ξίφος.
Ο Άγιος Ρωμανός μαρτύρησε δια ξίφους.