(από το Θεός + δοτός) = ο θεόδοτος, η χάρις και το δώρο του Θεού, Θεικό δώρο.
Δύο Έλληνες βασιλείς της Βακτηριανής.
Ἄθλου πέπλησαι, Θεόδοτε, στιγμάτων,Εἰ καὶ μὲτ εἰρήνης σε Χριστὸς λαμβάνει.
Ο Άγιος Θεόδοτος έζησε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν η ειδωλολατρία κινδύνευε να εκπνεύσει. Και ζητούσε, όπως τα θανάσιμα πληγωμένα θηρία, να πέσει με όσες δυνάμεις της απέμειναν, να εξοντώσει την Εκκλησία.Ο Άγιος Θεόδοτος, επίσκοπος στην Κυρήνεια της Κύπρου, με το μεγάλο ζήλο του υπέρ της χριστιανικής πίστης και για τις κατακτήσεις που επιτύγχανε μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο, προκάλεσε την οργή του ηγεμόνα Σαβίνου. Αφού τον συνέλαβε, προσπάθησε να τον πείσει ν' αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Ο Θεόδοτος όχι μόνο δεν αρνήθηκε την πίστη του, αλλά και μίλησε θαρραλέα στον ηγεμόνα κατά της ειδωλολατρικής πλάνης και τον εξόρκισε ν' αρνηθεί τους ψεύτικους θεούς. Τότε ο Σαβίνος τον βασάνισε σκληρά, αλλά μπροστά στην εξέγερση του χριστιανικού πληθυσμού, φοβήθηκε και διέταξε να μεταφερθεί ο καταπληγωμένος Ιεράρχης στη φυλακή.Αλλά και στη φυλακή ο Θεόδοτος δεν εγκατέλειψε το έργο του. Βρήκε ανθρώπους, όπου τους μετέδωσε την αλήθεια και έτσι έκανε μέσα στη φυλακή ένα μικρό ποίμνιο.Αργότερα, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ελευθερώθηκε και συνέχισε με περισσότερο ζήλο το έργο του. Μετά δύο χρόνια όμως, το 315 μ.Χ., πέθανε, αφού άφησε αλησμόνητο υπόδειγμα σε κλήρο και λαό.