Ο θεόδοτος, το θεϊκό δώρο.
(από Εμμανουήλ) = εκείνος με τον οποίο είναι ο Θεός.
Eις τον Kοδράτον.Κοδρᾶτε, θαυμάζω σὲ τῆς εὐανδρίας!Πῶς ὑπτιάζων ἀνδρικῶς σφάττῃ μάκαρ.Eις τον Θεοδόσιον.Θεοδόσιος τῷ Θεῷ ζῶν καὶ μόνῳ,Ζωὴν δι' αὐτὸν ἐκ ξίφους καταστρέφει.Eις τον Mανουήλ.Ξίφει χεθήτω, κἂν κοτύλη φησὶ μοι,Ἐμμανουήλ, πέφυκεν αἵματος μία.Eις τους τεσσαράκοντα.Τεσσαράκοντα Μάρτυρες διὰ ξίφους,Θεῷ προσηνέχθησαν, ὢ τῆς ἀνδρίας!
Έζησαν όλοι στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας, από τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες. Αφού τους συνέλαβαν, τους πίεζαν ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αλλά αυτοί επανέλαβαν πολλές φορές την ομολογία τους και δήλωσαν, ότι ποτέ δεν θα λιποτακτούσαν από τη σημαία του Ευαγγελίου. Απελπισμένος ο δικαστής, διέταξε να διανοίξουν τις πλευρές τους. Όταν και αυτό το βασανιστήριο στάθηκε ανίσχυρο να μεταβάλει την αφοσίωση τους στον Χριστό, διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.