(εκ του λατινικού silvester = δασώδης, ορεινός) = ο άνθρωπος των δασών και των ορέων, ο ερημίτης.
(από το σώς + φρένες) = ο έχων σώας τα φρένας, ο συνετός.
Οὐ καρτερῶν Σίλβεστρε θρησκεύειν πλάνην,Σὺν Σωφρονίῳ τὴν τομὴν ἐκαρτέρεις.
Οι Άγιοι Σιλβέστρος και Σωφρόνιος μαρτύρησαν δια ξίφους.