Ο Όσιος Ραβουλάς γεννήθηκε στα Σαμόσατα της Συρίας και έζησε επί των αυτοκρατόρων Ζήνωνος του Ισαύρου (474 - 475, 476 - 491 μ.Χ.), Αναστασίου Α' (491 - 518 μ.Χ.) και Ιουστινιανού Α' (527 - 565 μ.Χ.). Εκπαιδεύτηκε από τον διδάσκαλο Βαρυψαβά και εκτός από την άλλη παιδεία και μόρφωση ο Όσιος έμαθε και την συριακή γλώσσα.
Στη συνέχεια έγινε μοναχός και απομονώθηκε στα όρη και τα σπήλαια, για να επιδοθεί στην προσευχή και την άσκηση και ζούσε όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Προφήτης Ηλίας. Ακολούθως ήλθε στη Φοινίκη, όπου ίδρυσε κοινόβιο και αργότερα με την συνδρομή του αυτοκράτορα Ζήνωνος και του Επισκόπου Βηρυττού Ιωάννου έκτισε μονή, η οποία αναδείχθηκε, σε ιεραποστολικό κέντρο για τη διάδοση του λόγου του Θεού στους ειδωλολάτρες.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ζήνων, διάδοχός του έγινε ο Αναστάσιος ο Δίκορος. Ο Όσιος Ραβουλάς με την βοήθεια του νέου βασιλέως έκτισε στην Κωνσταντινούπολη νέα μονή, που προσαγορεύεται μονή του Ραβουλά.
Όταν ο Όσιος υπερέβη τα ογδόντα του χρόνια, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τελείωσε το βίο του με ειρήνη ψιθυρίζοντας τον λόγο του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».