Ο Άγιος Άρχιππος καταγόταν από τις Κολοσσαίς, όπου τον γνώρισε και τον έφερε στην πίστη του Χριστού ο Απόστολος Παύλος. Ο δε ζήλος και η όλη του προθυμία και ευσέβεια, γρήγορα ανέδειξαν τον μαθητή Άρχιππο και συστρατιώτη του ενδόξου διδασκάλου του, όπως χαρακτηριστικά τον ονομάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλήμονα επιστολή του. Τον Άρχιππο αναφέρει επίσης και στην προς Κολοσσαείς επιστολή του.
Κατά την εκτέλεση της θείας αποστολής του, ο Άρχιππος, συνελήφθη με διαταγή του έπαρχου Ανδροκλέους. Αφού αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον γύμνωσαν και τον έχωσαν μέχρι τη μέση σ' ένα λάκκο. Επειδή όμως ο Άρχιππος συνέχιζε με μεγάλη φωνή να ομολογεί το Χριστό, τότε τον κέντησαν με βελόνες, μπρος, πίσω, στο λαιμό, τις μασχάλες, τις πλευρές, τα μάτια, τα αυτιά, το στόμα και το κεφάλι. Αλλά και πάλι ο Άρχιππος επέμενε να ομολογεί το Χριστό. Ο Ιησούς ήταν η προσευχή και ο ύμνος του. Πυκνός και βαρύς λιθοβολισμός τότε, έδωσε τέλος στη ζωή του. Και στο στεφάνι του αποστόλου του προστέθηκε και το στεφάνι του μάρτυρα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἄρχιππε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς προσπελάσας ὁλικὴ διαθέσει, τῷ τῶν ἀρρήτων μυητῆ καὶ ἐπόπτη, τῶν Ἀποστόλων σύσκηνος ἐδείχθης σοφέ, ὅθεν τὸν τῆς πίστεως, θεῖον λόγον κηρύξας, ἔτεμες τοὶς τρόποις σου, τὰ φυτὰ τῆς κακίας, καὶ ἐναθλήσας Ἄρχιππε στερρῶς, δικαιοσύνης ἐδέξω τὸν στέφανον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρα μέγαν σε, ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη Ἄρχιππε, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, φωτιζομένη κραυγάζει σοι· Σῶσον τούς πίστει, τιμῶντας τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Πιστὸν σε δοῦλον τοῦ Χριστοῦ ὁ κορυφαῖος Παῦλος, Ἄρχιππε, ἐκθειάζων, συγγράφει τοῖς ἐπαίνοις, καὶ μαρτυρεῖ περιφανῶς πληρωτὴν τοῦ λόγου, καὶ ἱερὸν ὑφηγητήν, καὶ κήρυκα σοφώτατον· Ἡμεῖς δὲ λύχνον σήμερον ἄσβεστον βλέπομέν σε πάντες, καταλάμποντα τῷ κόσμῳ Ἀπόστολε· ὃν καὶ ἡ Ἀπφία ἐγνώρισε καλῶς, ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ πρώτου τηλαυγέστατον πυρσόν, φαεσφόρον δᾳδουχητικῶς φωτίζοντα τοὺς βοῶντας· Σῶσον τοὺς πίστει τιμῶντας τὴν μνήμην σου.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τοῦ Παύλου μαθητής, γεγονὼς θεοφόρε, ἐφώτισας λαούς, ἀνυμνεῖν τὴν Τριάδα, ναοὺς δὲ κατέστρεψας, ἀπωλείας ἐν χάριτι· ἐναθλήσας δέ, καρτερικῶς τοὺς στεφάνους, χαίρων εἴληφας, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, Χριστὸν Μάρτυς, Ἄρχιππε.