(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
Aθανασίω προσφέρειν αίνον πρέπον.Aξίαν αίνου αρετήν γαρ είλετο.
Ο Όσιος Αθανάσιος, αφού έζησε με ευσέβεια, απεβίωσε ειρηνικά στις ήμερες της βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου το έτος 937 μ.Χ.