Ο Άγιος Γόρδιος καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και ήταν διακεκριμένος αξιωματικός του στρατού του αυτοκράτορα της Ανατολής Λικινίου, ο οποίος το 314 ήλθε σε πόλεμο μετά του Μέγα Κωνσταντίνου. Και επειδή ο Κωνσταντίνος έδειχνε φανερή συμπάθειά προς τους Χριστιανούς, ο Λικίνιος αποφάσισε να περιποιηθεί τους ειδωλολάτρες με την προοπτική να τους κινήσει κάποια μέρα εναντίον του αντιπάλου του. Γι' αυτό, έδιωξε από την Αυλή και το στρατό, όλους τους χριστιανούς και διέταξε να κλείσουν και να γκρεμισθούν πολλές εκκλησίες. Επέβαλε μάλιστα, αυστηρές ποινές σ' όλους όσους αντιστέκονταν. Τότε λοιπόν απομακρύνθηκε και ο Γόρδιος από το στρατό. Αποσύρθηκε σ' ένα όρος, όπου περνούσε τον καιρό του με προσευχή, μελέτη και σωματική εργασία. Αλλά οι πληροφορίες που έπαιρνε ήταν, ότι ο Λικίνιος επέμενε στις σκληρές διώξεις κατά των χριστιανών. Κατέβηκε λοιπόν μια νύχτα με την απόφαση να φωνάξει εναντίον της αδικίας και υπέρ του Χριστού. Να στιγματίσει τη διαγωγή του αυτοκράτορα, ο οποίος έκανε τόσο ανίερη κατάχρηση της εξουσίας του εναντίον όχι μόνο της αλήθειας, αλλά και του ιερότατου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι λοιπόν, κάποια μέρα που όλοι οι επίσημοι ήταν μαζεμένοι στο θέατρο, ο Γόρδιος έκανε πράξη όλα τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να αποκεφαλισθεί επί τόπου. Ήταν το έτος 320 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.
Μεγαλυνάριον
Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.