Το χειρόγραφο του Ισαάκ Σαουλίδη για την θεία του Οσία Σοφία
Ο μοναδικός από τους συγγενείς της Οσίας Σοφίας με τον οποίο διατηρούσε αγαθές σχέσεις, ο Ισαάκ Σαουλίδης, κατέγραψε όσα στοιχεία θυμόταν από την ζωή της θείας του.
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
«Η ζωή της Σοφίας Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου.
Έγεννήθη το έτος 1883 εις το χωρίον Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου.
Κατά το έτος 1907 ενυμφεύθη τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδην εις Χωρίον Το(γ)ρούλ (Άρδασαν).
Το 1910 απέκτησε τέκνον με τον Ιορδάνην.
Το 1912 το παιδί απέθανεν και τον πατέρα του τον επεστράτευσαν οι Τούρκοι εις την Ορντού.
Το 1914 κηρύσσεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και χάθηκαν τα ίχνη του Ιορδάνη, επίσης η Σοφία έφυγε από το χωριό Λετσούχ και πήγε στο γιαλό στην Ορντού. Στα χειμαδιά το καλοκαιρι, στο χωριό τους χειμώνες. Στο γιαλό η Σοφία τότε χάθηκε.
Το 1915 έγινεν η σφαγή των Αρμεναίων τον πατέρα της Σοφίας τον πήραν οι Τούρκοι για αγγαρείες, μεταφορά πυρομαχικών του στρατού στα βάθη της περιφερείας Τριπόλεως, στο Κιουρτούν. Εκεί έγινεν η εξόντωσις των Αρμεναίων.
Το 1916 η Σοφία έφυγε από την Ορντού και χάνονται τα ίχνη της.
Το 1919 το Πάσχα με το πλοίον ήρθαμεν, ήρθαμεν στον Πειραιάν τα καράβια.
Τον Αύγουστον, από τον Πειραιάν στην Θεσσαλονίκη, στον Σταθμό των τρένων, στο Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στον πατέρα, θα πάγω να βρω την θεία μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει, εγώ είμαι 14 χρονώ, θα χαθείς, με λέει. Καταυλισμός 300 οικογένειες στο Σταθμό. Για αναχώρηση, για χωριά Πτολεμαΐδος. Εγώ δεν άκουσα τον πατέρα μου, πήγα ξυπόλυτος στην Καλαμαριά. Εκεί βρήκα πρόσφυγες γυναίκες, ρωτώ για την θεία μ’. Την είχαμε χαϊδεμένη, την λέγαν Τσόφα, εγώ ήξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση, έγινε σύγχυση μεταξύ γυναικών, ανάμεσα μία κυρία λέγει στην άλλη Τσόφα είναι η Σοφία. Αυτού σταματήσαμε. Με ρωτάει αν ξέρω ολίγα γράμματα, λέγω κάτι ξεύρω. Από εδώ θα κατεβείς στο Ντεπώ με τα πόδια, εκεί θα βρεις το τραμ, θα ανεβείς στο τραμ, θα μετράς έως 6 στάσεις. Θα κατεβείς και θα βρεις την εκκλησία την Ανάληψη, θα κατεβείς-αν δεν μπορείς να κατεβείς, ο τραμιέρης θα σε πει. Μπήκα στην είσοδο της εκκλησίας, στο βάθος βλέπω έναν κύριο, τον φωνάζω ε, θείο, θείο. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά τί θέλεις, παιδί μου; Την θεία μου Σοφία.
Από τότες μετ’ ολίγον πέρασε η Σοφία από τη μια μεριά στην άλλη. Με τα ράσα, κρατούσε ψωμί και μισό καρπούζι. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά, με λέγει ποιος είσαι, παιδί μου; Την λέγω ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ, παιδί μου, που είσθε; Τώρα εδώ είμαστε στο Σταθμόν, κοντά στο Εύοσμον. Που είναι ο πασά μ’, η μάννα, ο πατέρας και άλλοι συγγενείς μας;
Όλοι πέθαναν από την χολέραν. Η θεία ελιγώθηκε από τον πόνο και πέφτει στο χώμα. Βρέθηκαν περαστικοί και την συνέφεραν. Πήγαμε στο κελλί της. Μετά δυο ώρες την παίρνω και πήραμε άδεια από τον επιστάτη. Βαδίζαμε.
Με το τραμ έως το Βαρδάρ και εκεί με τα πόδια στο Εύοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περί 11 ώραν νυκτερινήν. Όλη νύκτα οι χωριανοί όλοι όλο ρωτούσαν. Για τους δικούς τους.
Αύγουστος 1919. Φεύγουμε για Καϊλάρια, νέο όνομα Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στην Άρδασα, μετά στην Αναρράχη, παλαιόν όνομα Τεπρέ, ο μπαμπάς, η θεία κι εγώ. Ο Αβραάμ έμεινε στην Αθήνα για να φέρει την αδερφή της Σοφίας.
Το 1924 ήλθε ο Αβραάμ παντρεμένος. Για 18 μήνες μας κύταζε η Σοφία, το φαγητό, μας έπλενε τα ρούχα.
Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα πετόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Η ζωή της Σοφίας ήταν όλον τον καιρό με χόρτα και σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δεν γνώρισε, στο τζάκι δίπλα και το κορμί της το σκέπαζε με φύλλα. Όσοι την επισκέπτονταν τους έψηνε καφέ.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τα ανήψια στο μοναστήρι, πήγαμε στο δωμάτιο της, τί να δούμε, γεμάτο πελεκούδια. Υπήρχε φόβος να καεί το μοναστήρι. Την ώρα πού έλειπε, τα πελεκούδια τα πετάξαμε, από κάτω είχε 7 δοχεία λάδι. Επειδή ήταν μαζώματα η Επιτροπή τα έδωσε στις φτωχές οικογένειες στην Κλεισούρα.
1974 Μάιος. Κοιμήθηκε η Σοφία (6 Mαϊου 1974). Η Μητρόπολις Καστοριάς και Κοζάνης και εμείς τα ανήψια το ανακοινώσαμε στο κοινό. Την Σοφία την ετοίμασαν 14 ιερείς και αρχιμανδρίτες, περιφέρειας Πτολεμαΐδος και Αμυνταίου και μία μοναχή από τα νησιά μας. Έγινε με πολύν κόσμο. Εκάναμε την κηδεία, τα 40, το χρονικόν.
Μετά 8 χρόνια την ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Στον τάφο επάνω είχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο με πέλματα. Όταν έσπασε το τσιμέντο βγήκε ένα άρωμα, μας είπαν οι γυναίκες από την Κλεισούρα. Έγινε ολονυκτία με αρκετόν κόσμο, ήταν και από την Αναρράχη μερικοί.
Τα οστά της είναι σε ασφαλές μέρος. Στα τελευταία της η Σοφία παρέδωσε το ένα κλειδί πού είχε, το άλλο το είχε ο Σύλλογος Κλεισουριέων.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»
Το σημείωμα του Ισαάκ, σε τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ως εξής: “5/Μαίου 1994 “Όσα Θυμήθηκα εγώ ο ανηψιός της Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης. Αναρράχη Πτολεμαΐδος.“
Πηγή: Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου (και όχι μόνο)