(ευ + γένος) = ο έχων καλή καταγωγή και αισθήματα.
Ώσπερ συνεστώς Eυγένιος εκ ξύλου,Πάσχων ξύλοις υπήρχε προς ξύλα ξύλον.
Ο Άγιος Ευγένιος μαρτύρησε, αφού τον χτύπησαν με ξύλα μέχρι θανάτου.