(από το εβραϊκό Χάννα = ευμένεια, χάρις) = εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού.
Τὶ σοι ἐπαινέσειεν, Ἄννα, τις πλέον;Τὸ καρτερόφρον ἢ τὸ τῆς εὐτεκνίας;
Η Άννα ήταν στείρα για πολλά χρόνια και βυθίστηκε σε μεγάλη θλίψη. Η ψυχή της ποθούσε να σφίξει στην αγκαλιά της ένα δικό της παιδί. Αλλά ο καιρός περνούσε και η στείρωση παρέμενε. Παρ' όλα αυτά όμως η Άννα, που ήταν σύζυγος του Ελκανά γιου του Ιερεμεήλ, από την Αρμαθαίμ, είχε συνεχή ελπίδα στον Θεό. Και κάθε χρόνο, ανέβαινε στον οίκο του Κυρίου στη Σηλώ και προσευχόταν με δάκρυα και νηστείες. Ο καλός της σύζυγος Ελκανά, προσπαθούσε να την παρηγορήσει, αλλά η Άννα ήταν απαρηγόρητη και συνεχώς προσευχόταν στον Θεό να της χαρίσει παιδί και αυτή θα το αφιέρωνε σ' Αυτόν.Η θερμή προσευχή της εισακούστηκε και η Άννα συνέλαβε. Έκανε γιο και τον ονόμασε Σαμουήλ. Μετά την απογαλάκτιση του παιδιού, οι δύο γονείς ανέβηκαν στη Σηλώ μαζί με τον Σαμουήλ και με ότι όριζε ο νόμος σ' αυτές τις περιστάσεις. Εκεί η ευσεβής Άννα έφερε το παιδάκι της στον Ιερέα Ηλί, για να το αφιερώσει στην υπηρεσία του οίκου του Κυρίου. Και γεμάτη χαρά και ενθουσιασμό είπε τον υπέροχο ύμνο: «Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου».Μετά απ' αυτό, η θεία χάρη ευλόγησε την πίστη και την ευσεβή αφοσίωση της Άννας ακόμη περισσότερο. Της χάρισε τρεις ακόμα γιους και δύο θυγατέρες. Και πραγματοποιήθηκε έτσι η προφητική της ενόραση, κατά την οποία είπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν». Για την Άννα αυτή, ο Χρυσόστομος αφιέρωσε πολλές και λαμπρές ομιλίες.