(νέος + φύομαι) = ο νεομυηθείς, ο αναγεννηθείς.
Θανὼν ὁ Νεόφυτος ὑδάτων μέσον,Παρ᾿ ὑδάτων ζῇ μυστικῶν διεξόδους.
Ο Άγιος Νεόφυτος μαρτύρησε δια πνιγμού μέσα στη θάλασσα.