(εκ του Ιούλιος) = ο ένδοξος, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ἰουλιανὴν ὡς περιστερὰν δέχου,Εἰμὴ τάχει τέμνοιτο, τρίζουσαν Λόγε.
Η Αγία Ιουλιανή μαρτύρησε δια ξίφους.