(αντί + ωνούμαι) = ο πλειοδότης σε προσφορά αξίας, ο πλειοδότης, ο γενναιοδωρότερος.
Ἀντώνιον κτείνουσι τὸν θεῖον ξύλοις,Οἱ τὸ ξύλον τιμῶντες ὡς Θεὸν πλάνοι.
Ο Άγιος Αντώνιος καταγόταν από τη Συρία και έκανε το επάγγελμα του λιθοξόου. Όταν γνώρισε τον Χριστό, εγκατέλειψε το επάγγελμα αυτό, διότι σχετιζόταν και με την ειδωλολατρία και αναχώρησε στην έρημο.Εκεί βρήκε τον ευσεβή αναχωρητή Τιμόθεο και μαζί μ' αυτόν έζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, με τις ευχές του γέροντα αυτού, κατέβηκε στο χωριό του και σε στιγμή Ιερής αγανάκτησης συνέτριψε τους βωμούς των ειδώλων.Τότε οι ειδωλολάτρες τον έδειραν σκληρά και ο Άγιος πήγε στην Απάμεια της Συρίας, όπου παρακάλεσε τον επίσκοπο Όσιο (το όνομα του αυτό) και πήρε την άδεια να κτίσει Ναό στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Όταν λοιπόν άρχισε την οικοδομή, το έμαθαν οι συγχωριανοί του ειδωλολάτρες, οι όποιοι ήλθαν νύχτα και με ξύλα τον θανάτωσαν με τον πιο άσπλαχνο τρόπο.