Οι Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος έζησαν, και πέθαναν βαπτισμένοι στα αίματα τους, κατά το διωγμό του Διοκλητιανού. Και οι δύο υπηρετούσαν σε διάφορα φιλανθρωπικά έργα της Εκκλησίας. Συγχρόνως, άνηκαν στην ομάδα που ανίχνευε κατά τη διάρκεια της νύκτας και ανεύρισκε σώματα μαρτύρων, που ρίχνονταν στις χαράδρες. Τα μάζευαν και τα παρέδιδαν να ταφούν με την αρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, όμως, τους ανακάλυψαν και τους συνέλαβαν. Κατόπιν τους εξεβίασαν να αρνηθούν την πίστη τους. Αλλά εκείνοι έμειναν σταθεροί στην ομολογία της αγίας πίστης στο Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις απειλές και τα επικείμενα μαρτύρια. Τους έδεσαν, λοιπόν, πίσω από άγρια άλογα, τα οποία τους έσυραν με δυνατό καλπασμό, μέσα από αγκάθια και πέτρες. Όταν τα άλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετά από αρκετές ώρες δρόμου, τα σώματα των μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στο αίμα. Και όπως αναφέρει η Αποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναῖκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ» (Αποκάλυψη Ιωάννου, ιζ'- 6). Είδα δηλαδή τη γυναίκα, που είναι η διεφθαρμένη ειδωλολατρική κοινωνία, να μεθάει από το αίμα των χριστιανών, που καταδίωκε, και από το αίμα των μαρτύρων του Ιησού. Άλλα ο Θεός «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς» (Αποκάλυψη Ιωάννου, ιθ'- 2). Έπειτα, όμως, ο Θεός, έκρινε και καταδίκασε την πόρνη, τη νοητή Βαβυλώνα, και εκδικήθηκε το αίμα των δούλων του, που χύθηκε από τα χέρια της.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
θείαν ὄνησιν, Ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινὲ καὶ Πορφύριε ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρὸς τὴν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων δυάς, ἀθλήσαντες στερρότατα, ἐχθροῦ τὴν ὀφρύν, εἰς γῆν κατηδάφισαν, ἐλλαμφθέντες χάριτι, τῆς ἀκτίστου Τριάδος οἱ ἔνδοξοι· καὶ νῦν μέτ' Ἀγγέλων αὐτῇ, πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Πυρὶ τοῦ θεϊκοῦ, ἀναπτόμενοι πόθου, πυρὸς τοῦ αἰσθητοῦ, τῇ προσψαύσει οὐδόλως, Μακάριοι ἐφλέχθητε, τὴν δὲ πλάνην ἐφλέξατε, καὶ συρόμενοι ἀνηλεῶς Ἀθλοφόροι, τὸ ἀοίδιμον, καθυπεδέξασθε τέλος, καὶ δόξης ἐτύχετε.