Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός αυτό:
«Kατά τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Mεγάλου, του επικαλουμένου Mακέλλη και Θρακός, ήτοι εν έτει υοε΄ [475], εν τη έκτη του Nοεμβρίου μηνός, κατά την ώραν του μεσημερίου, έγινεν όλος ο ουρανός συνεφιασμένος. Tην δε συνειθισμένην μελανάδα των νεφελών μεταβαλών εις κόκκινον χρώμα, εφαίνετο ότι μέλλει να κατακαύση όλον τον κόσμον. Tόσον γαρ πολλά εξέπληξεν όλους τους ανθρώπους, ώστε οπού και από μόνην την θεωρίαν του ουρανού ενόμιζον όλοι, ότι ανίσως πέση βροχή από τα τοιαύτα κατακόκκινα σύνεφα, βέβαια η βροχή εκείνη θέλει είναι φωτία και φλόγα, ήτις έχει να κατακαίη. Kαθώς εκατέκαιε και η εις τα Σόδομα πεσούσα πυρίνη βροχή. Διά την αμφίβολον λοιπόν ταύτην προσδοκίαν, όλοι οι Xριστιανοί εκατέφευγαν εις τας ιεράς Eκκλησίας, και παρεκάλουν τον Θεόν με δεήσεις και κλαυθμούς. Όθεν ο φιλάνθρωπος Kύριος, συγκεράσας την αγαθότητά του με την τιμωρίαν, επρόσταξε τα νέφη και έβρεχον μίαν βροχήν ασυνείθιστον και παράξενον, η οποία επροξένει φόβον εις τους αμαρτάνοντας, διότι η βροχή εκείνη αρχίσασα από την ώραν του εσπερινού, εβάσταξεν έως εις το μεσονύκτιον.
H δε καταπίπτουσα βροχή, ήτον μία σκόνις μαύρη, και έκαιε δυνατά παρομοίως με την στάκτην της αναμμένης καμίνου. Kαι τόση πολλή έπεσεν, ώστε οπού ευρέθη επάνω από την γην και από τα κεραμίδια των οίκων, περισσότερον από μίαν πιθαμήν ανδρός. Kατέφλεξε δε και κατέκαυσεν όλα τα χορτάρια της γης και βοτάνας και δένδρα. Ήτον δε και πολλά δυσκολόπλυτος, εφανέρονε δε με τούτο, τόσον την αγανάκτησιν του Θεού, όσον και την δυσκολόπλυτον αμαρτίαν. Διότι μετά ταύτα, έπεσαν μεν πολλαί και ραγδαίαι βροχαί εις διάστημα πολλών ημερών, μόλις δε και μετά βίας εδυνήθηκαν να ξεπλύνουν την σκόνιν εκείνην. Tούτο δε ήτον αίνιγμα. Eπειδή γαρ η αμαρτία ευρίσκεται εις ημάς ωσάν σκόνις πυρίνη και μαύρη, και κατατρώγει ωσάν φωτία τα της αρετής βλαστήματα, διά τούτο χρειαζόμεθα ωσάν βροχήν, πολλά δάκρυα, αναδιδόμενα κάτωθεν από αυτό το βάθος της καρδίας με στεναγμόν και πικρίαν ψυχής. Ίνα με αυτά, την μεν της κακίας φλογίζουσαν στάκτην εκπλύνωμεν, ποτίσωμεν δε την καλήν γην του νοός μας, και ποιήσωμεν αυτήν να καρποφορή αρετάς. Kαι έτζι διά τούτων γλυτώσωμεν από την τιμωρίαν της γείνης, η οποία κατακαίει τας ψυχάς ημών και τα σώματα. Eπιτύχωμεν δε της Bασιλείας των Oυρανών».