(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
Ο Όσιος Αθανάσιος έζησε στην Λαύρα των Σπηλαίων και θεράπευε όσους τον επισκέπτονταν με πίστη.