Χριστουγεννιάτικα ποιήματα
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
(Γεώργιος Δροσίνης)
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστὰ στη φάτνη τους τ᾿ άδολα βόδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα, Χριστὸς γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν απὸ φωνὲς ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι᾿ ακούοντας τα Ωσαννὰ απ᾿ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιὰ λιοφώτιστα με τη φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη - ποιὸς δεν το ξέρει; -
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι᾿ όποιος το βρει μέσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει
σε μιὰ άλλη Βηθλεὲμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.
Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο
(Κωστής Παλαμάς)
Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Χριστούγεννα
(Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνὸ το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπὴ η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά...
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπὴ εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστὸς κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω απὸ τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστὸ μπροστά.
Το μικρὸ το εικόνισμα όλ᾿ αυτὰ τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζὶ και σφιχτὰ-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ᾿ άσπρη φορεσιὰ
στον αγέρα αντιλαλούν τοι σημάντρου οι τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά...
Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου
(Τέλλος Άγρας)
Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.
Δεύτε ίδωμεν πιστοί
(Γ. Βερίτης)
Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι' ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι' ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θειο Παιδί για μας εδόθη,
π' όλοι θα βρουν σ' Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ' όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ' αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.