Ο Άγιος Ηρακλείδης γεννήθηκε στη Λαμπαδού (ή Λαμπαδιστό,) ένα χωριό κοντά στο σημερινό Μιτσερό, κι ήταν γιος ειδωλολάτρη ιερέα του Ιεροκλέα. Ο ιερέας διακρινόταν για τα φιλόξενα αισθήματα του και γι' αυτό δεν δίστασε να φιλοξενήσει τον Παύλο και τον Βαρνάβα και τον Μάρκο, όταν αυτοί βρέθηκαν στο έδαφος της Κύπρου. Τότε είλκυσαν στον Χριστό τον γιο του Ηρακλείδη και αυτός στη συνέχεια έφερε στον Χριστό τους γονείς του.
Τον Ηρακλείδη ο Παύλος διόρισε επίσκοπο Ταμασίων της Κύπρου. Εργάστηκε με πολύ ζήλο, έχοντας συνεργάτη του τον Μύρωνα. Μπόρεσαν και οι δύο να φέρουν κοντά στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Οι επιτυχίες τους όμως αυτές, προκάλεσαν τη μανία των απίστων. Και έτσι κάποια μέρα, όρμησαν οπλισμένοι επάνω τους και αφού τους θανάτωσαν, στη συνέχεια τους έριξαν στη φωτιά. Και έτσι έλαβαν το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος, ὅθεν τῶν Σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους Σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν Σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἠμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν Ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
(Ποίημα τοῦ Μάκ. Ἄρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου).