Οι Άγιοι Μάρτυρες Δήμης ή Δημής και Πρωτίων, άθλησαν μαζί με άλλους Χριστιανούς κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.). Παρέστησαν αυτόκλητοι στον ηγεμόνα της χώρας τους, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Τότε εκείνος έδωσε εντολή και τους βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τους γύμνωσαν και τους έδεσαν με αλυσίδες και, αφού τους έριξαν στη γη, τους κτυπούσαν αλύπητα, ώστε φάνηκαν τα σπλάχνα αυτών. Στη συνέχεια ο ηγεμόνας τους έκλεισε στη φυλακή, όπου τους άφησε χωρίς τροφή και νερό επί τριάντα ημέρες. Όμως Άγγελος Κυρίου τους γιάτρεψε τις πληγές και τους έδιδε τροφή από τον ουρανό, κατά τον λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».
Όταν ο ηγεμόνας τους κάλεσε και πάλι για να τους εξετάσει και να ελέγξει αν έχουν μεταστραφεί, τους είδε σώους και υγιείς. Μόλις τα πλήθη των ασεβών είδαν το θαύμα της διασώσεως των Αγίων, έπεσαν στα πόδια τους και κραύγαζαν: «Χριστιανοί εσμέν». Τότε ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να αποκεφαλισθούν.
Έτσι τελειώθηκε ο βίος των Αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου και της δόξας.