(από την λέξη κύριος) = ο αφιερωμένος στον Κύριο.
(εκ του Διόνυσος) = αυτός που έχει θεϊκή προέλευση.
(από το ανήρ) = ο ανδρείος, ο γενναίος.
Διονυσίῳ σuμφρονήσαντας δύω,Διονυσίῳ συγκατέκτεινε ξίφος.
Από τους Αγίους αυτούς, ο μεν Κυριάκος ήταν ακόλουθος του πρεσβυτέρου Φαύστου (βλέπε ίδια ημέρα), ο δε Διονύσιος αναγνώστης και ο Ανδρέας (ή Ανδρόνικος) στρατιώτης. Όλοι μαρτύρησαν στον επί Δεκίου διωγμό, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και υπέστησαν από τον ηγεμόνα Ουαλεριανό τον δια αποκεφαλισμού θάνατο.