(από το Θεός + δούλος) = ο αφωσιωμένος στον Θεό.
Θεότιμος τέθνηκε σὺν Θεοδούλῳ,Τιμὴν σὺν αὐτῷ δουλικὴν δοὺς Κυρίῳ.
Οι Άγιοι Θεότιμος (ή Τιμόθεος) και Θεόδουλος ήταν οι δήμιοι, που πίστεψαν στο Χριστό δια της Αγίας Ερμιόνης (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου). Απεβίωσαν ειρηνικά.