(από το Θεός + δούλος) = ο αφωσιωμένος στον Θεό.
Ὁ Θεόδουλος ἀρεταῖς ὤφθη μέγας,Μιμούμενος μάλιστα πατρὸς τὸν βίον.
Ο Όσιος Θεόδουλος ήταν υιός του σοφού Νείλου (βλέπε 12 Νοεμβρίου), ο οποίος έγινε έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, αλλά άφησε την δόξα του κόσμου και έγινε μοναχός στο όρος Σινά μαζί με τον υιό του. Οι όσιοι έζησαν προ των μέσων του 5ου αιώνος μ.Χ. επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' (408-450 μ.Χ.).Εκεί λοιπόν που διέμεναν, ο Νείλος, ο υιός του Θεόδουλος και οι άλλοι μοναχοί, ξαφνικά τους επιτέθηκαν βάρβαροι και άρχισαν να τους κατασφάζουν. Ο Νείλος κατόρθωσε να διαφύγει. Τον υιό του όμως, Θεόδουλο τον πήραν μαζί τους αιχμάλωτο. Στην αρχή θέλησαν να τον σκοτώσουν. Αλλά κατόπιν τον πούλησαν και τον αγόρασε ο επίτροπος της Λούζης, ο όποιος και του απέδωσε την ελευθερία του.Κατόπιν ο Θεόδουλος συναντήθηκε με τον πατέρα του όσιο Νείλο, που είχε διαφύγει από τη σφαγή των πατέρων του Σινά, και πήγε μαζί του σε ερημικό αναχωρητήριο. Εκεί χρησιμοποίησαν τη ζωή τους, όχι μόνο για την ατομική τους σωτηρία, αλλά και για τη συγγραφή λόγων και επιστολών, όπου βρίσκονται θησαυρισμένες πολύτιμες συμβουλές για τον τρόπο, με τον όποιο οφείλουν να ζουν οι χριστιανοί αναχωρητές, για να πετύχουν τον άγιο σκοπό τους.Απεβίωσαν και οι δυο ειρηνικά. Τα άγια λείψανα τους, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός, τα έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τα κατέθεσαν στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.