(από την λέξη κήρυξ) = ο κήρυκας.
Τοῦ δημίου φήσαντος· Οὐ τμηθῇς θύων.Κλίνας κάραν Κήρυκος, εἶπεν· Οὐ θύω.
Ο Άγιος Κήρυκος μαρτύρησε δια αποκεφαλισμού.