(από το εβραϊκό Χάννα = ευμένεια, χάρις) = εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού.
Σος δέσμιος νους σαρκικάς ρίψας πέδας,Eίργοντος Άννα μηδενός Θεόν βλέπει.
Η Οσία Άννα η εν τω Λευκαδίω (ή Λευκάτη) έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 842 μ.Χ.) και ήταν κόρη πλούσιας και επίσημης οικογένειας. Η ίδια είχε άφθονα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα διότι ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.Μετά τον θάνατο των γονέων της, έγινε κληρονόμος της μεγάλης πατρικής περιουσίας, που μέρος της διαμοίρασε στους φτωχούς. Αλλά την ωραία αυτή κόρη, αγάπησε κάποιος Αγαρηνός, που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη και τη ζήτησε σε γάμο, με την συγκατάθεση του βασιλιά Βασιλείου. Η Άννα δεν δέχτηκε και με δάκρυα προσευχόταν στον Θεό να την απαλλάξει απ' αυτόν τον πειρασμό.Πράγματι ο Θεός άκουσε τις προσευχές της και ο Αγαρηνός πέθανε. Τότε η Άννα, εντάχθηκε σε κάποιο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, όπου επιδόθηκε σε σκληρότατη άσκηση και προσευχή. Έτσι ασκητικά αφού πέρασε για 50 χρόνια, μετά από βραχύχρονη ασθένεια, παρέδωσε την μακαριά ψυχή της στο Θεό. Το δε τίμιο λείψανο της, μετά από χρόνια όταν εκτάφηκε, βρέθηκε σώο και ευωδίαζε ολόκληρο θεία ευωδιά, και έκανε πολλά και διάφορα θαύματα.