Ο Άγιος Βιτάλιος μαρτύρησε το έτος 62 μ.Χ. Έκανε το επάγγελμα του οπλοποιού και άνηκε στους ένθερμους Χριστιανούς των χρόνων εκείνων.
Όταν κάποτε στη Ραβέννα ήταν παρών στα βασανιστήρια κάποιου γιατρού, Ουρσικίνου ονομαζόμενου, ταράχτηκε και με δυνατή φωνή ενθάρρυνε τον γιατρό στο μαρτύριο. Με αποτέλεσμα ο γιατρός να υποστεί με γενναιότητα το μαρτύριο. Τότε ο δικαστής Παυλίνος διέταξε να συλλάβουν τον Βιτάλιο και να τον βασανίσουν. Γεμάτος από αίματα, ο Βιτάλιος, οδηγήθηκε σ' ένα βαθύ λάκκο, όπου τον θανάτωσαν ρίχνοντας του μεγάλες πέτρες.
Αλλά η θεία δίκη δεν άργησε να έλθει. Τον Βιτάλιο κατάγγειλε στον Παυλίνο κάποιος ιερέας των ειδώλων, που και αυτός ήταν εκεί και έριχνε πέτρες στον Βιτάλιο. Ξαφνικά όμως, τον κατέλαβε δαιμόνιο και με σπασμούς φώναξε με άγρια φωνή: «Βιτάλιος ο μάρτυς του Χρίστου με κατακαίει σκληρά» και στην παραφροσύνη του ρίχτηκε στο ρεύμα του κοντινού ποταμού και πνίγηκε.