(α στερ. + λύπη) = αυτός που δεν λυπάτε ποτέ.
1) Αρχιτέκτονας από την Αντιόχεια του 4ου μ.Χ. αιώνα2) Έλληνας μουσικογράφος του 4ου μ.Χ. αιώνα
Tον εις κεφαλήν γωνίας τιμών λίθον,Λίθω κεφαλήν Aλύπιε συντρίβη.
Ο Άγιος Μάρτυς Αλύπιος τελειώθηκε, αφού του συνέτριψαν το κεφάλι του με ογκόλιθο.