(λέξη εβραϊκή) = εκείνος που ενθυμείται τον Κύριο και τον οποίο ενθυμείται ο Κύριος.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ζαχαρίας γεννήθηκε στην Προύσα από γονείς ευσεβείς και έγινε ιερέας. Κάποια ημέρα μέθυσε και υπό το κράτος της μέθης αρνήθηκε τον Χριστό το 1801 μ.Χ. Αφού συνήλθε από την πλάνη παρουσιάσθηκε στον κριτή και, αφού απέρριψε κατά γης το σαρίκι που φορούσε, ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Αμέσως ο κριτής διέταξε τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Ο Άγιος προσευχόταν διαρκώς εξαιτούμενος την εξ ύψους ενίσχυση και θεία βοήθεια. Όταν τον οδήγησαν ενώπιον του κριτού και των αγάδων, ο Ιερομάρτυρας έμεινε με πνευματική ανδρεία ακλόνητος στην πίστη του. Ως εκ τούτου, τον έριξαν και πάλι στην φυλακή, όπου τον βασάνισαν ανηλεώς, τον κτύπησαν και του έβαλαν στο κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.Μετά τα βασανιστήρια αυτά τρύπησαν με οξεία κοφτερά καλάμια τα νύχια των ποδιών και των χεριών του Αγίου, αφού εκρίζωσαν και απέσπασαν τα νύχια αυτού.Οδηγήθηκε και πάλι ενώπιον του κριτού, ομολόγησε με μεγάλη παρρησία ακλόνητη την πίστη του προς τον Χριστό και έλεγξε τη μωαμεθανική θρησκεία. Όταν εκδόθηκε η απόφαση για τον αποκεφαλισμό αυτού, ο Άγιος κλείσθηκε και πάλι στη φυλακή, μήπως πτοούμενος από την καταδίκη και τον φόβο του θανάτου, αρνηθεί την πίστη του. Αφού οδηγήθηκε και πάλι στο κριτήριο, διετράνωσε με γενναιότητα το αμετάθετο της πίστεώς του. Έτσι αποκεφαλίσθηκε το 1802 μ.Χ., σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου ομολογώντας τον επί του Σταυρού λυτρώσαντα τον κόσμο Κύριό μας Ιησού Χριστό.