Ο Άγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν από τον Λίβανο και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ο πατέρας του ονομαζόταν Βερούκιος και η μητέρα του Ρωμυλία (κατ' άλλους Βερεκκόκιος και Ρομβυλιανή). Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη και προσέφερε πιο πάντες αφιλοκερδώς και με αγάπη τις ιατρικές του υπηρεσίες, γι' αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των γνωστών Αναργύρων.
Για την πίστη του στον Χριστό τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες στην Ανάζαρβο, πρωτεύουσα της δεύτερης επαρχίας της Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στο δάσος και τον οδήγησαν στον άρχοντα Τιβεριανό. Εκείνος, επειδή ο Άγιος δεν πειθόταν να θυσιάσει στα είδωλα, πρόσταξε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους και να τον κρεμάσουν με το κεφάλι προς τα κάτω. Τόση δε ήταν η υπομονή του Αγίου, την οποία επέδειξε κατά το φρικτό αυτό μαρτύριο, ώστε δύο από τους βασανιστές του στρατιώτες, ονόματι Αλέξανδρος και Αστέριος, πίστεψαν και αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, αποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ο Τιβεριανός πρόσταξε και έριξαν τον Άγιο στη θάλασσα να πνιγεί. Εκείνος όμως, δεν έπαθε τίποτε και βγήκε από την θάλασσα φορώντας ολόλευκη εσθήτα. Μετά από την θαυματουργική αυτή διάσωσή του τον έριξαν στο στάδιο να τον κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Όμως τα θηρία δεν τον πλησίασαν και έμεινε και πάλι αβλαβής.
Έτσι ο Μάρτυς Θαλλέλαιος αποκεφαλίσθηκε διά ξίφους στην Έδεσσα των Αιγαίων, το φθινόπωρο του 284 μ.Χ. (κατά άλλους τον Μάιο του 289 μ.Χ.) και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν εντός του Ναού του Αγίου Αγαθονίκου. Πλην του ναΐσκου αυτού γνωρίζουμε και το ναό κοντά στο όρος του Αυξεντίου. Επ' ονόματι του Αγίου υπήρχε και μονή στην Παλαιστίνη, την οποία, κατά τη μαρτυρία του Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527 - 565 μ.Χ.). Φαίνεται δε ότι ορισμένες μονές εόρταζαν τη μνήμη του Αγίου Θαλλελαίου στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ άλλοι και στις 23 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ο Μάρτυς προσήχθη σε ανάκριση.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μαρτυρίου ἀνύσας τὸν ἀγῶνα Θαλλέλαιε, ἤσχυνας εἰδώλων τὴν πλάνην, τὴ γενναία ἀθλήσει σου· καὶ ὤφθης ἰαμάτων θησαυρός, παρέχων τᾶς ἰάσεις δωρεάν, τοὶς προστρέχουσιν ἐν πίστει τῷ σῷ ναῶ καὶ πόθω ἄνακραζουσι · δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Θαλλέλαιε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος, ἀναδειχθεὶς καὶ ὁπλίτης, στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, γέγονας διὰ βασάνων καὶ τιμωρίας, ἔπαρσιν εἰδωλολατρῶν καταπατήσας, διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου, ὑμνοῦμεν μνήμην σοφὲ Θαλλέλαιε.
Μεγαλυνάριον
Ἔλαιον βλυστάνων διηνεκῶς, θείων ἰαμάτων, ὡς τῆς χάριτος ἰατρός, ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὰ πάθη θεραπεύεις, Θαλλέλαιε θεόφρον, τῶν προσιόντων σοι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Μάρτυρα Θαλλέλαιον ἰατρόν, Κῦρον Ἰωάννην, Παντελεήμονα καὶ Σαμψών, Ἑρμόλαον, Διομήδην, σὺν Τρύφωνι, Ἀνικήτῳ, καὶ Μώκιον αἰνοῦμεν, τοὺς Ἀναργύρους νῦν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τριπλῆν Δυάδα τῶν ἰατρῶν, Ἀναργύρων θείων, τοὺς Κοσμᾶν καὶ Δαμιανόν, Ἰουλιανόν τε, σὺν Λεοντίῳ, Ἀνθίμῳ, Εὐπρέπιόν τε ἅμα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Τὸν εἰς βάθη κακίας κατολισθήσαντα, τὸν ποικίλαις ἡδοναῖς καταχρασθέντα, καὶ ἐν τάφῳ δεινῆς ρᾳθυμίας κατακείμενον, ἔγειρόν με Ἅγιε τῇ ἐπιστασίᾳ σου, ἀναπτέρωσό μου τὸν νοῦν πρὸς τὴν θείαν ἀγάπησιν· σοὶ δίδου μοι λόγον, ἵνα κατ᾿ ἀξίαν ὑμνήσω τῶν σῶν θαυμάτων τὴν ἄβυσσον· ἐὰν γάρ μοι δῷς λόγον, κολληθήτω ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐαν μὴ σοῦ μνησθῶ καὶ πόθῳ ἀναβοήσω· Διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου ὑμνοῦμεν μνήμην σοφὲ Θαλλέλαιε.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φωτοειδὴς ἀναδειχθεὶς ἀθλοφόρος, τῆς ἀθεΐας σκοτασμὸν ἀπεκρούσω, καὶ πρὸς ποινὰς καὶ θάνατον ἐχώρησας· ὅθεν διανύσας σου τοὺς γενναίους ἀγῶνας, μέγιστον ἀντέλαβες, κληρουχίαν καὶ δόξαν, τὴν μηδαμῶς γενναῖε ἀθλητά, παρερχομένην, Θαλλέλαιε ἔνδοξε.